Τι σημαίνει το think στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης think στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του think στο Αγγλικά.

Η λέξη think στο Αγγλικά σημαίνει νομίζω, νομίζω, πιστεύω, νομίζω ότι θα, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκέφτομαι, βρίσκω, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, το σκέφτομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι, θυμάμαι, νομίζω, πιστεύω, προσπαθώ να προβλέψω, θυμάμαι, σκέφτομαι, βρίσκω, δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ, δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, δε νομίζω, νομίζω, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σκέφτομαι δημιουργικά, κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά, σκέφτομαι υπερβολικά, σκέφτομαι υπερβολικά, ξανασκέφτομαι, ξανά-σκέφτομαι, ξανασκέφτομαι, αντιμετωπίζω πιο θετικά, σκέφτομαι αυτόνομα, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ, δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ, έχω κπ/κτ σε χαμηλή εκτίμηση, σκέψου καλά, σκέψου τώρα, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, σκέφτομαι αντισυμβατικά, έχω κπ/κτ χαμηλά στην εκτίμησή μου, σκέφτομαι θετικά, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω, επιστημονικό επιτελείο, σκέφτομαι τα καλύτερα για, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, ξανασκέφτομαι, έχω καλή γνώμη για κπ, Τι λες;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης think

νομίζω

transitive verb (hold an opinion) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think that we should take that road. Perhaps this painting would look better on that wall; what do you think?
Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

νομίζω, πιστεύω

transitive verb (believe) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think Tom's coming with us. I'll just ask him.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

νομίζω ότι θα

transitive verb (intend, determine) (κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I'll go to the grocer's now.
Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα.

σκέφτομαι

intransitive verb (reflect, consider)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert stepped outside to think for a moment.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

σκέφτομαι

(consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know at the moment; I need to think about it again.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

σκέφτομαι

(be preoccupied)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was saddened, and thought about her situation all the time.
Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

verbal expression (consider possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't even think about asking me to do you any more favours!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

σκέφτομαι, βρίσκω

(devise, invent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He thought of a new way to manufacture pencils.
Σκέφτηκε έναν καινούριο τρόπο για να φτιάξει μολύβια.

θεωρώ

verbal expression (consider to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think of him as my friend.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

verbal expression (consider: doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We're thinking of going to that new Italian restaurant tonight.

το σκέφτομαι

verbal expression (informal (consider)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have a think, and tell me what you want to do.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

intransitive verb (meditate, daydream) (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't bother him, he's thinking.

σκέφτομαι

(take into account) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't leave me! Think of the children!
Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά!

θεωρώ

transitive verb (with adjective: regard, consider) (με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He thought it right to pay his taxes.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

σκέφτομαι, θυμάμαι

transitive verb (remember)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you think what we did last weekend?
Μπορείς να σκεφτείς (or: θυμηθείς) τι κάναμε το προηγούμενο σαββατοκύριακο;

νομίζω, πιστεύω

transitive verb (expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you think will happen?
Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί;

προσπαθώ να προβλέψω

phrasal verb, intransitive (predict, prepare for future)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I pack for a vacation, I try to think ahead and bring all the items that I might need.

θυμάμαι

(recall, remember)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

phrasal verb, transitive, separable (consider, deliberate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Think over what I said and let me know tomorrow what your decision is.
Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες.

βρίσκω

phrasal verb, transitive, separable (invent, devise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hey Jane, I just thought up a solution to your problem!
Έι Τζέιν, μόλις βρήκα μια λύση για το πρόβλημά σου!

δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ

verbal expression (find unpleasant to imagine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Daisy's married someone she's only just met? I wonder how that's going to turn out." "I dread to think."

δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ

verbal expression (find unpleasant to imagine) (ότι/πως/πώς/ποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I dread to think how the victim's family must be feeling.

τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται

expression (humorous (We have the same idea.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε νομίζω

interjection (I believe not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Tom asked me if Sally was coming to the party I replied "I don't think so".

νομίζω

interjection (I believe that to be true)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Is he coming with us?" "I think so, but let me call him to make sure."

σκέφτομαι άρα υπάρχω

expression (Cartesian philosophy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι δημιουργικά

(mainly UK, figurative (think creatively)

κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά

verbal expression (informal (be unimpressed by) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I did not think much of that artist's new exhibit, I thought it was trite.

σκέφτομαι υπερβολικά

intransitive verb (ponder too deeply)

σκέφτομαι υπερβολικά

transitive verb (analyze too deeply)

ξανασκέφτομαι

(reconsider [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανά-σκέφτομαι

(try to remember)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try to think back: do you recall noticing anything unusual about him?

ξανασκέφτομαι

verbal expression (reconsider doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I thought better of sending my boss an angry email when I remember how much I needed my salary.

αντιμετωπίζω πιο θετικά

verbal expression (regard more highly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would think better of him if he was more easy-going.

σκέφτομαι αυτόνομα

verbal expression (be capable of independent thought)

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

verbal expression (contemplate seriously)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to think hard to remember the exact details of the conversation.

εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση

verbal expression (hold in high regard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss seems to think highly of you.

μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ

verbal expression (consider, deliberate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll think it over and let you know my decision.

δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ

verbal expression (disregard)

He is a rich man and thinks little of spending a million on a new car.

έχω κπ/κτ σε χαμηλή εκτίμηση

verbal expression (have poor opinion of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέψου καλά

verbal expression (deliberate at length)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέψου τώρα

verbal expression (think quickly in the moment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά

verbal expression (say what you are thinking)

σκέφτομαι αντισυμβατικά

verbal expression (figurative (think unconventionally)

The company values employees who can think outside the box and find creative solutions.

έχω κπ/κτ χαμηλά στην εκτίμησή μου

verbal expression (hold in low esteem)

σκέφτομαι θετικά

(be optimistic)

You'll do fine on the test. Keep thinking positive!

έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω

verbal expression (believe this to be the case)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιστημονικό επιτελείο

noun (problem-solving group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Rand Corporation is a famous think tank in the US.

σκέφτομαι τα καλύτερα για

transitive verb (informal (adore or admire greatly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He thinks the world of his children.

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

(consider fully)

Juliet had to think through Romeo's wedding proposal. I need to think it through before making a decision.

ξανασκέφτομαι

verbal expression (reconsider [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω καλή γνώμη για κπ

verbal expression (respect, admire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy's parents think well of her new boyfriend.

Τι λες;

expression (asking opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Does this color look good on me? What do you think?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του think στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του think

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.