Τι σημαίνει το hollow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hollow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hollow στο Αγγλικά.

Η λέξη hollow στο Αγγλικά σημαίνει κούφιος, κενός, ρουφηγμένος, χωρίς νόημα, κοιλότητα, κοιλάδα, υποκριτικός, κενός, βαθουλώνω, κοιλαίνω, σκάβω, σκάβω, ανοίγω, σκάβω κτ σε κτ, ανοίγω κτ σε κτ, κενό κέλυφος, ράκος, κουρέλι, υπόκωφος ήχος, με ρουφηγμένα μάγουλα, με ρουφηγμένα μάγουλα, που έχει βαθουλωτά μάτια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hollow

κούφιος, κενός

adjective (empty inside)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ants had set up a colony in the hollow log.
Τα μυρμήγκια είχαν φτιάξει μια αποικία μέσα στο κούφιο κούτσουρο.

ρουφηγμένος

adjective (facial features: sunken)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cody's cheeks were hollow, and it looked like he hadn't slept in a few days.
Τα μάγουλα του Κόντι ήταν ρουφηγμένα και φαινόταν να μην έχει κοιμηθεί για μέρες.

χωρίς νόημα

adjective (figurative (victory, argument: meaningless)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With more work as the only prize it seemed like a hollow victory.
Με περισσότερη δουλειά ως μοναδικό έπαθλο έμοιαζε με ανούσια νίκη.

κοιλότητα

noun (dip, depression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The squirrel ducked out of sight in a hollow.
Ο σκίουρος κρύφτηκε σε ένα βαθούλωμα.

κοιλάδα

noun (valley) (ρηχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The town was nestled in the hollow between two mountains.
Η πόλη ήταν χωμένη στην κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά.

υποκριτικός

adjective (figurative (insincere)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack's apology was nothing but hollow words.

κενός

adjective (figurative (sound, voice: not resonant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen let out a hollow laugh.

βαθουλώνω, κοιλαίνω, σκάβω

phrasal verb, transitive, separable (make hollow, scoop out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We learned to hollow out a log to make a canoe.

σκάβω, ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (scoop, dig: a hole, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκάβω κτ σε κτ, ανοίγω κτ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (scoop, dig: a hole, etc.)

He hollowed out a place in the earth to bury the treasure.

κενό κέλυφος

noun (animal: empty carapace)

During the summer, Cicadas molt and leave behind their hollow shells.

ράκος, κουρέλι

noun (figurative (person: exhausted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The experience had left him a hollow shell, barely able to function.

υπόκωφος ήχος

noun (resonant noise of [sth] empty)

με ρουφηγμένα μάγουλα

adjective (face: thin, unhealthy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ρουφηγμένα μάγουλα

adjective (person: with a gaunt face)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει βαθουλωτά μάτια

adjective (eyes: appearing sunken)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hollow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hollow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.