Τι σημαίνει το unconscious στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης unconscious στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unconscious στο Αγγλικά.

Η λέξη unconscious στο Αγγλικά σημαίνει αναίσθητος, λιπόθυμος, ασυνείδητος, ασυναίσθητος, ασυνείδητος, ανίδεος, ασυνείδητο, ασυνείδητη προκατάληψη, ασυνείδητο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης unconscious

αναίσθητος, λιπόθυμος

adjective (person: not awake)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was rushed to hospital after falling unconscious at dinner.
Έπεσε αναίσθητος την ώρα του φαγητού και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο.

ασυνείδητος, ασυναίσθητος

adjective (figurative (act, decision: unwitting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I swear to you it was an unconscious mistake on my part.
Σου ορκίζομαι ότι ήταν ένα ασυναίσθητο λάθος εκ μέρους μου.

ασυνείδητος

adjective (emotions, etc: underlying)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The psychiatrist believes the patient's behaviour may have been caused by unconscious feelings of guilt.
Ο ψυχίατρος πιστεύει ότι η συμπεριφορά του ασθενή μπορεί να προκλήθηκε από ασυνείδητα αισθήματα ενοχής.

ανίδεος

adjective (person: unaware)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He seems unconscious of all the anger he's aroused.
Μοιάζει ανίδεος για τον θυμό που έχει προκαλέσει.

ασυνείδητο

noun (source of dreams, emotions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She believed that the dream was a message from her unconscious.

ασυνείδητη προκατάληψη

noun (implicit prejudice)

ασυνείδητο

noun (mental processes of which one is unaware)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many have tried hypnosis to reveal the secrets hidden in the unconscious mind.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unconscious στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.