Τι σημαίνει το sense στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sense στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sense στο Αγγλικά.

Η λέξη sense στο Αγγλικά σημαίνει αίσθηση, σύνεση, αίσθηση, μυαλό, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, νόημα, ευρεία έννοια, ευρύτερη έννοια, κοινός νους, αισθητήριο για τη μόδα, παίρνω μια ιδέα από κτ, μυαλό, είμαι όσο λογικός όσο κάποιος, καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα, κοινή λογική, κατά μία έννοια, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, υπό την έννοια ότι, είναι λογικό, βγάζω νόημα, αίσθηση της μελωδίας, συνείδηση, μουσικό ταλέντο, νέα αίσθηση, δεν έχω λογική, δεν έχω νόημα, δεν βγάζω νόημα, θετικής κατεύθυνσης, στενή έννοια, έλεγχος αν κτ είναι λογικό, αίσθηση περιπέτειας, αίσθηση ότι ανήκω κάπου, αίσθηση ότι μετέχω κάπου, αίσθηση προσανατολισμού, αίσθηση σκοπού, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ, αίσθηση της ακοής, αίσθηση του χιούμορ, αίσθηση του ρυθμού, ηθική, χρηστότητα, αίσθηση του εαυτού, αίσθηση της όρασης, αίσθηση της όσφρησης, αίσθηση του στυλ, αίσθηση της γεύσης, διορατικότητα, διεισδυτικότητα, οξυδέρκεια, αίσθηση της καταλληλότητας της στιγμής, αίσθηση της αφής, αισθητήριο όργανο, ελέγχω αν κτ είναι λογικό, έκτη αίσθηση, διαίσθηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sense

αίσθηση

noun (smell, sight, touch, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dogs have a keen sense of smell.
Τα σκυλιά έχουν πολύ καλή αίσθηση της όσφρησης.

σύνεση

noun (rational thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had the sense to go home before it started raining.
Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει.

αίσθηση

noun (perception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have the sense that she is telling the truth.
Έχω την αίσθηση ότι λέει την αλήθεια.

μυαλό

plural noun (judgment, sanity) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The poor man has lost his senses.
Ο καημένος ο άνθρωπος έχασε τα μυαλά του.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (become aware of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He suddenly sensed another person in the room.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (detect) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I sensed that she was telling the truth.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

αίσθηση

noun (consensus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sense of the people is that this law is right.

νόημα

noun (meaning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's hard to get the sense of this phrase.

ευρεία έννοια

noun (general meaning)

ευρύτερη έννοια

noun (more general meaning)

κοινός νους

noun (practical thinking)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He's an educated man, but he doesn't have much common sense.
Είναι σπουδασμένος, αλλά δεν έχει και πολλή κοινή λογική.

αισθητήριο για τη μόδα

noun (instinct for what is stylish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She has an innate fashion sense that allows her to spot the latest trends.

παίρνω μια ιδέα από κτ

verbal expression (understand in a general way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μυαλό

noun (sensible judgement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is good sense to take the time to carefully consider the available options.

είμαι όσο λογικός όσο κάποιος

verbal expression (be as sensible or practical as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He doesn't have the sense of a five-year-old.

καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα

verbal expression (understand, grasp main idea of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think you finally have the sense of it.

κοινή λογική

noun (common sense, practicality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά μία έννοια

adverb (in some ways)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's pretty in a sense, yes, but in truth it isn't really beautiful.

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

adverb (genuinely or literally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our family was puritan in a very real sense: never smoked, swore, drank, or even danced.

υπό την έννοια ότι

expression (for a specified reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι λογικό

verbal expression (be logical)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It makes sense to book train tickets in advance because they are cheaper.
Έχει λογική να κλείσεις εισιτήρια για το τρένο από νωρίς, γιατί είναι πιο φτηνά.

βγάζω νόημα

verbal expression (be comprehensible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After her stroke nothing the patient said made sense.
Μετά το εγκεφαλικό τίποτα απ' ό,τι ο ασθενής έλεγε δεν έβγαζε νόημα.

αίσθηση της μελωδίας

noun (feeling for what is tuneful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνείδηση

noun (conscience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It has been shown that even very young children have a strong moral sense, though they may lack the self-control necessary to always follow it.

μουσικό ταλέντο

noun (natural aptitude or feeling for music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her musical sense was so terrible she couldn't sing even simple children's songs.

νέα αίσθηση

noun (renewed feeling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After recovering from cancer, I had a new sense of the beauty of the world.

δεν έχω λογική, δεν έχω νόημα

verbal expression (be illogical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It does not make sense to butter your bread with axle grease.

δεν βγάζω νόημα

verbal expression (be incomprehensible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ainsley was drunk and what he was saying was not making sense.

θετικής κατεύθυνσης

adjective (biology: of DNA) (βιολογία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στενή έννοια

noun (specialized meaning)

έλεγχος αν κτ είναι λογικό

noun (review of practicality)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αίσθηση περιπέτειας

noun (desire for new experiences)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση ότι ανήκω κάπου, αίσθηση ότι μετέχω κάπου

noun (feeling of being accepted or fitting in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A sense of belonging is important to teenagers as they form their own identity.

αίσθηση προσανατολισμού

noun (ability to orientate oneself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση σκοπού

noun (figurative (commitment to a purpose, goal) (μτφ: κατεύθυνση ζωής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης

noun (feeling of responsibility)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The volunteer continued her work only out of a sense of duty.

αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ

noun (expectation of privilege)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίσθηση της ακοής

noun (ability to detect sound)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her sense of hearing was so good she could hear a cricket from 100 yards away.

αίσθηση του χιούμορ

noun (finding things funny)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wally has a strange sense of humor: he's always making jokes that no-one else understands.
Ο Γουάλι έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει συνεχώς αστεία που κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει.

αίσθηση του ρυθμού

noun (ability to follow a beat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm an awful dancer because I have no sense of rhythm.

ηθική, χρηστότητα

noun (morality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At around the age of four, children start to demonstrate a sense of right and wrong.

αίσθηση του εαυτού

noun (idea of one's own identity) (ταυτότητα, αυτογνωσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση της όρασης

noun (vision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση της όσφρησης

noun (ability to detect scents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dogs have a strong sense of smell.

αίσθηση του στυλ

noun (awareness of what is tasteful or fashionable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση της γεύσης

noun (ability to detect flavour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she burned her tongue she temporarily lost her sense of taste.

διορατικότητα, διεισδυτικότητα, οξυδέρκεια

noun (discernment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίσθηση της καταλληλότητας της στιγμής

noun (awareness of best moment to speak or act)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What makes him such a brilliant comedian is his sense of timing.

αίσθηση της αφής

noun (ability to feel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθητήριο όργανο

noun (often plural (anatomy: part sensitive to stimuli)

ελέγχω αν κτ είναι λογικό

transitive verb (review practicality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκτη αίσθηση

noun (supernatural perception)

Charlie can see ghosts: he was born with the sixth sense.

διαίσθηση

noun (figurative (intuition, instinct)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a sixth sense for when things are about to go wrong.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sense στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sense

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.