Τι σημαίνει το imagen στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης imagen στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του imagen στο ισπανικά.

Η λέξη imagen στο ισπανικά σημαίνει απεικόνιση, εικόνα, φωτογραφία, εικόνα, εικόνα, εικόνα, αντίγραφο, ενσάρκωση, προσωποποιήση, είδωλο, υπόδειγμα, εικόνα, παρομοίωση, εικόνα, αξιοπιστία, συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος, στιγμιότυπο, απεικόνιση, εικόνα, εικόνα, αντανάκλαση, εικόνα, εικόνα, αντίληψη, εντύπωση, ίδιος, ολόιδιος, απεικονίζω, κτ κομμένα από χαρτί, αφηρημένο σχέδιο, αντιστοιχίζομαι σε κτ, κόβω, που δεν έχει εκτεθεί στο φως, κπ που προσέχει την εικόνα του/της, εικόνα, μαγνητική τομογραφία, bitmap, μετείκασμα, μεταίσθημα, σωσίας, παραμορφωμένη εικόνα, εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία, αναπαράσταση/εικόνα στο μυαλό, σκιά, εναντιόμορφο είδωλο, ανανεωμένη εμφάνιση, δημόσια εικόνα, που είναι φτυστός ο, εταιρική ταυτότητα, ετικέτα εικόνας, δορυφορική εικόνα, αυτοεικόνα, ανθρωπάκι, σταθερή εικόνα, στατική εικόνα, μετείκισμα, εικόνα φάντασμα, η μεγάλη εικόνα, έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα, υψηλότερης ανάλυσης, ακριβές αντίγραφο, λανθασμένη εικόνα, στρεβλή αντίληψη, έχω αυτοπεποίθηση, αντανακλώ σε, εικόνα σώματος, σύστημα παρακολούθησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης imagen

απεικόνιση

nombre femenino (τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa estatua es una imagen de María al nacer Jesús.
Αυτό το άγαλμα είναι μια απεικόνιση της Παναγίας στη γέννηση του Ιησού.

εικόνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El libro relata la historia de su vida con imágenes y palabras.
Το βιβλίο διηγείται την ιστορία της ζωής της με εικόνες και λέξεις.

φωτογραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El fotógrafo escogió las mejores imágenes para la presentación.
Ο φωτογράφος επέλεξε τις καλύτερές του φωτογραφίες για να τις πάρει στην παρουσίαση.

εικόνα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su imagen austera se acentuaba aún más por su ropa oscura y su piel pálida.
Η αυστηρή του εμφάνιση τονιζόταν από τα σκούρα του ρούχα και το χλωμό του δέρμα.

εικόνα

nombre femenino (μτφ: εντύπωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenía una imagen de playboy.
Είχε το ίματζ του πλέιμποϊ.

εικόνα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La imagen que tengo de él es la de una persona muy amable.

αντίγραφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta pintura es una imagen exacta del original.

ενσάρκωση, προσωποποιήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él era la imagen de la agresividad masculina.

είδωλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Algunas religiones prohíben las imágenes de sus dioses.

υπόδειγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wesley es la viva imagen de la buena salud.

εικόνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La imagen está borrosa.

παρομοίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El poeta usa la imagen de los árboles en otoño para transmitir la idea de mortalidad.

εικόνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El autor brinda una deprimente descripción de la vida en Rusia.

αξιοπιστία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pasear a ese perrito faldero le hace mucho daño a mi imagen de tipo duro.

συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος

nombre femenino (marketing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στιγμιότυπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La novela ofrece una imagen de cómo era la vida rural en el Reino Unido a finales de siglo.
Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα στιγμιότυπο από τη ζωή στην αγροτική Βρετανία στο τέλος του αιώνα.

απεικόνιση

(medicina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El doctor ordenó una imagen del paciente para mirar mejor el problema.

εικόνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las imágenes en esa presentación de diapositivas eran prediseñadas.

εικόνα

(abreviatura, fotografía)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντανάκλαση

(εικόνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry miraba su reflejo en cada superficie brillante.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη και παρατήρησε τα σημάδια κούρασης στο πρόσωπό της.

εικόνα

(mental) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen vio la fotografía en el escaparate de la agencia de viajes y de repente se vio tumbada en una playa con un cóctel en la mano.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το φάρμακο είναι πολύ ισχυρό και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και οράματα.

εικόνα

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En compañía de su perro y su gato la familia forma un cuadro encantador.

αντίληψη, εντύπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mago creó la ilusión de que había sacado un conejo de la galera.

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary es idéntico a su madre.
Ο Γκάρυ και η μητέρα του είναι καρμπόν.

απεικονίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se ha captado la imagen de un posible planeta en la órbita de Beta Pictoris.

κτ κομμένα από χαρτί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un recorte de un árbol de Navidad colgaba de la ventana.
Η τάξη ήταν διακοσμημένη με μήλα και μολύβια κομμένα από χαρτί.

αφηρημένο σχέδιο

(σχέδιο)

αντιστοιχίζομαι σε κτ

(μαθηματικά: συνάρτηση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La variable X se aplica a Y.
Η μεταβλητή χ αντιστοιχίζεται στη μεταβλητή ψ.

κόβω

(fotografía, imagen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν έχει εκτεθεί στο φως

(φιλμ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κπ που προσέχει την εικόνα του/της

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de los atletas profesionales cuidan su imagen y evitan los escándalos públicos.

εικόνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La personalidad del político era autoritaria y ruda, pero en su casa era bueno y gentil.

μαγνητική τομογραφία

locución nominal femenina

Necesito una imagen de resonancia magnética para el diagnóstico de mi hombro lesionado.

bitmap

μετείκασμα, μεταίσθημα

(ιατρική: οπτική εντύπωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωσίας

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era el vivo retrato del presidente, y se ganaba la vida imitándolo.

παραμορφωμένη εικόνα

(κυριολεκτικά)

Los mellizos se rieron de su imagen distorsionada en el salón de los espejos en el parque de diversiones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα κινητά νέας τεχνολογίας έχουν πρόγραμμα εμφάνισης παραμορφωμένων εικόνων.

εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nunca lo vi pero mi imagen mental es que es alto y guapo.

αναπαράσταση/εικόνα στο μυαλό

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A pesar de haber hablado con él por teléfono con relativa frecuencia, al verle me di cuenta de que la imagen mental que me había hecho sobre él era equivocada.

σκιά

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luego de su larga enfermedad él no es más que una pálida imagen de lo que era.
Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού.

εναντιόμορφο είδωλο

locución nominal femenina

La superficie del lago reflejaba una bella imagen en espejo del paisaje.

ανανεωμένη εμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio de imagen de la estrella de pop fue ridiculizado por críticos y fans por igual.

δημόσια εικόνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con lo que sucedió, su imagen pública quedó por el suelo.

που είναι φτυστός ο

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jill es la viva imagen de su madre cuando era adolescente.

εταιρική ταυτότητα

Querían cambiar su imagen corporativa con un logotipo y publicidad nuevos.

ετικέτα εικόνας

locución nominal femenina (informática)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δορυφορική εικόνα

locución nominal femenina

αυτοεικόνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρωπάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταθερή εικόνα, στατική εικόνα

μετείκισμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εικόνα φάντασμα

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η μεγάλη εικόνα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tenemos que enfocarnos en el panorama completo y no solamente en los detalles.

έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα

(μεταφορικά: με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El arquitecto tenía una imagen del edificio terminado en su mente.

υψηλότερης ανάλυσης

locución adjetiva (comparativo) (εικόνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Entre la tuya y la mía, mi pantalla es de mejor imagen.

ακριβές αντίγραφο

expresión (coloquial) (μεταφορικά)

λανθασμένη εικόνα, στρεβλή αντίληψη

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

Debido al matrimonio infeliz de sus padres, Juan creció con una imagen distorsionada de las relaciones.
Εξαιτίας του κακού γάμου των γονιών του ο Τζον μεγάλωσε με μια στρεβλή αντίληψη των σχέσεων.

έχω αυτοπεποίθηση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντανακλώ σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo que hiciste daña tu imagen.
Οι επιδόσεις σου έχουν άσχημες επιπτώσεις στην εικόνα σου.

εικόνα σώματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα παρακολούθησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El dispositivo de control hizo saltar la alarma al detectar la radiación.
Το σύστημα παρακολούθησης εξέπεμψε συναγερμό μόλις ανίχνευσε ακτινοβολία.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του imagen στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του imagen

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.