Τι σημαίνει το vender στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vender στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vender στο ισπανικά.
Η λέξη vender στο ισπανικά σημαίνει πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, εκποιώ, πουλάω, διαλαλώ, πουλάω, πουλώ, εμπορεύομαι, πωλούμαι, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, διακινώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δημοσιεύω, εμπορεύομαι, πουλάω, πουλώ, εκποιώ, εκχωρώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, υποθηκεύω, πουλάω, πουλώ, είδηση, προμηθεύω, ευπώλητος, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, πουλάω σε πλειστηριασμό, απούλητος, απώλητος, εφιστώ την προσοχή σε κτ, προτρέχω, πουλάω με έκπτωση, παίζω κπ, πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ, είμαι φθηνότερος από κπ, ξεπερνώ σε πωλήσεις, παρακάνω, πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις, κάνω up sell, πουλάω χοντρική, αποκαλυπτικός, δύσκολο προϊόν, άδεια για πώληση αλκοόλ, προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω, πουλάω κάτι με τιμή..., είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, κάνω ανοιχτή πώληση, εμπορεύομαι, πουλάω, πουλώ, πουλάω χονδρικά, καρφώνω, δίνω, κατακυρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vender
πουλάω, πουλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él vende periódicos a cincuenta centavos cada uno. Πουλάει εφημερίδες 50 σεντς τη μια. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él vende metales preciosos. Πουλάει πολύτιμα μέταλλα. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Multaron al comerciante por vender en la calle sin una licencia. |
πουλάω, πουλώ(στη λιανική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía venderá algunos bienes para hacer caja. Αν χρειάζεται χρήματα, θα πρέπει να ξεπουλήσει τη συλλογή πινάκων ζωγραφικής που έχει. |
πουλάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle iba de puerta en puerta vendiendo artículos para el hogar. |
διαλαλώverbo transitivo (mercancías) (έμφαση στις φωνές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Ken le gusta observar a la gente que vende su mercancía en los mercados. Στον Κεν αρέσει να βλέπει κόσμο να διαλαλεί την πραγμάτεια του στις αγορές. |
πουλάω, πουλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jon vendió seguros de vida para mantenerse después de perder su trabajo como agente de bienes raíces. Ο Τζον πουλούσε ασφάλειες ζωής για να τα βγάλει πέρα αφού έχασε τη δουλειά του ως μεσίτης. |
εμπορεύομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este negocio sólo vende muebles de diseño. Αυτό το κατάστημα εμπορεύεται μόνο επώνυμα έπιπλα. |
πωλούμαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El libro raro se venderá rápidamente en la subasta. |
πουλάω, πουλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Podemos vender treinta cajas de ese producto esta semana. |
πουλάω, πουλώ(ilegal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrestaron al joven por vender drogas. |
διακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que vender el género antes de que acabe el año fiscal. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo |
δημοσιεύωverbo transitivo (για κείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía de Ben comercializa autopartes a concesionarios locales. |
πουλάω, πουλώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Todavía estás traficando seguros? Ακόμη πουλάς ασφάλειες; |
εκποιώ, εκχωρώ(επιχείρηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desinvirtieron sus intereses al vender sus acciones de la compañía. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos mercadean con videojuegos. |
πουλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que despachar estos radios para mañana. Αυτά τα ραδιόφωνα πρέπει να έχουν φύγει μέχρι αύριο. |
υποθηκεύω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben hipotecó su futuro para ayudar a su amigo. |
πουλάω, πουλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este negocio no tiene todas las marcas de ropa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε. |
είδηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los huracanes son siempre noticia. |
προμηθεύωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευπώλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πουλάω σε πλειστηριασμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Decidió subastar su casa para obtener un precio más alto por ella. |
απούλητος, απώλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εφιστώ την προσοχή σε κτ(figurado) (θέμα, πρόβλημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El activista ambiental va por mundo batiendo el parche de la reforma energética. |
προτρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sara insistía en que tener sexo antes de casarse era como poner el carro delante de los caballos. Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει. |
πουλάω με έκπτωσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando los negocios tienen problemas vendiendo los artículos al precio original generalmente los venden con descuento. |
παίζω κπlocución verbal (AR, coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ(la competencia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los grandes supermercados pueden vender más barato que las pequeñas tiendas familiares. |
είμαι φθηνότερος από κπ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ξεπερνώ σε πωλήσειςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) David vendió más que el otro vendedor de su compañía. |
παρακάνω(ES, figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No intentes venderme la burra, sé que me estás engañando y ese reloj no vale ni la mitad de lo que me pides. |
πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω up sell(μάρκετινγκ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πουλάω χοντρικήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El intermediario se dedica a vender productos al por mayor. |
αποκαλυπτικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολο προϊόνlocución adjetiva (cosa) Va a ser una idea difícil de vender, la de convencer a los rebeldes de respaldar un plan para terminar con la guerra civil. |
άδεια για πώληση αλκοόλ(σε εστιατόρια ή μαγαζιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella está en Nueva York tratando de vender su nueva novela. |
πουλάω κάτι με τιμή...
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La agencia inmobiliaria vendió la casa por 150 000 $. Ο μεσίτης πωλούσε το σπίτι στην τιμή των $150.000. |
είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια(επαγγελματίας) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) ¿Qué hace en la ciudad? ¿Compra y vende en bolsa? Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής; |
κάνω ανοιχτή πώληση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vendió las acciones al descubierto porque pensó que el valor iba a caer. |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta tienda se dedica a la compraventa de videojuegos. |
πουλάω, πουλώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La señora Sellers vende ahora zapatos al por menor. |
πουλάω χονδρικά
Este distribuidor vende zapatos al por mayor. |
καρφώνω, δίνω(figurado) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cogieron al ladrón cuando su novia lo vendió a la policía. |
κατακυρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vender στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vender
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.