Τι σημαίνει το labor στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης labor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του labor στο Αγγλικά.
Η λέξη labor στο Αγγλικά σημαίνει σκληρή δουλειά, ωδίνες τοκετού, εργατικά χέρια, δουλειά, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά, κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ, Εργατικό Κόμμα, του Εργατικού Κόμματος, περιστασιακή εργασία, προσωρινή δουλειά, παιδική εργασία, ημερομίσθια εργασία, άμεση εργασία, καταμερισμός εργασίας, συναισθηματική εργασία, συναισθηματική εργασία, ξεκινάει ο τοκετός, καταναγκαστικά έργα, Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, στρατόπεδο εργασίας, συμβόλαιο εργασίας, άτομο που βρίσκει εργαζόμενους, κόστος εργασίας, ημέρα των εργατών, εργατικό δυναμικό, κουραστικός, που θέλει πολύ δουλειά, εργατικό δίκαιο, αγορά εργασίας, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, ωδίνες τοκετού, σχέσεις εργασίας, εργατικά δικαιώματα, εργατική απεργία, εργατικό δυναμικό, εμμένω σε κτ, έχω, εργατικό συνδικάτο, εργατικό σωματείο, που γλιτώνει κόπο, χειρωνακτική εργασία, εργατικό σωματείο, σωματική εργασία, εξειδικευμένη εργασία, σκλάβος, σκλάβα, χαμαλοδουλειά, εργασία για ανειδίκευτα άτομα, ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, μισθωτή εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης labor
σκληρή δουλειάnoun (US (hard work) Only dedicated labor will make this project successful. Μόνο με μόχθο και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο. |
ωδίνες τοκετούnoun (US (childbirth) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Megan's labor lasted only two hours before the baby was delivered. Οι ωδίνες του τοκετού της Μέγκαν κράτησαν μόνο δύο ώρες μέχρι να γεννηθεί τελικά το μωρό. |
εργατικά χέριαnoun (US, uncountable (workers) (καθομιλουμένη) The factory will need to hire more labor to fill these orders. Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες. |
δουλειάnoun (work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This project represents several days' labour. |
εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληράintransitive verb (do hard work) Medieval peasants spent their whole lives laboring. Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας. |
κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτverbal expression (work to achieve [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All the translators labor to make the dictionary as good as possible. Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται. |
Εργατικό Κόμμαnoun (UK (British politics: Labour Party) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Labour lost the election this year. Το Εργατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές φέτος. |
του Εργατικού Κόμματοςnoun as adjective (UK (relating to Labour Party) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was a true Labour supporter. Ήταν ένας πραγματικός υποστηρικτής του Εργατικού Κόμματος. |
περιστασιακή εργασία, προσωρινή δουλειάnoun (work: temporary, occasional) |
παιδική εργασίαnoun (children: forced working) Child labor is still prevalent in some Third World countries. Η παιδική εργασία επικρατεί ακόμα σε κάποιες χώρες του Τρίτου Κόσμου. |
ημερομίσθια εργασίαnoun (US (work: paid by the day) Day labor is a growing part of the informal economy in the United States. |
άμεση εργασίαnoun (production work) (όχι διοίκηση, διαδικαστικά κλπ.) |
καταμερισμός εργασίαςnoun (US (delegation) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συναισθηματική εργασίαnoun (meeting social and family demands) |
συναισθηματική εργασίαnoun (hiding feelings for professional reasons) |
ξεκινάει ο τοκετόςverbal expression (start giving birth) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταναγκαστικά έργαnoun (physical work done by prisoners) |
Διεθνής Οργανισμός Εργασίαςnoun (UN work agency) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The International Labour Organization, or ILO, seeks the promotion of social justice and internationally recognized human and labour rights. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας ή ΔΟΕ ασχολείται με την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναγνώρισε παγκοσμίως τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα. |
εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ(work to prevent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We must continue to labor against this discrimination. |
στρατόπεδο εργασίαςnoun (US (enforced work camp) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The government sent Maisky to a labour camp in Siberia. |
συμβόλαιο εργασίαςnoun (employment agreement) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The teachers are hoping to negotiate a more equitable labor contract this year. |
άτομο που βρίσκει εργαζόμενουςnoun (employment agency) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόστος εργασίαςplural noun (cost of paying workers) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The company tried to reduce labor costs by employing unskilled staff. |
ημέρα των εργατώνnoun (US (US national holiday) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Labor Day falls on the first Monday of September. |
εργατικό δυναμικόnoun (US (workforce: employable people) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The size of the labor force increases when school closes for the summer. |
κουραστικόςadjective (involving hard work) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που θέλει πολύ δουλειάadjective (involving much work) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργατικό δίκαιοnoun (law: to protect workers) |
αγορά εργασίαςnoun (available employees) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κτ που γίνεται για ευχαρίστησηnoun (work done for pleasure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ωδίνες τοκετούplural noun (childbirth: contractions) Rosemary suffered severe labour pains as she was giving birth. |
σχέσεις εργασίαςplural noun (worker-employer relationship) Labor relations are difficult if workers can be fired at any time for cause, or for no reason at all. |
εργατικά δικαιώματαplural noun (workers' entitlements) Unions lobby for labor rights within their industries. |
εργατική απεργίαnoun (work stoppage) Production at the car factory was brought to a standstill by the labor strike. |
εργατικό δυναμικόnoun (people available to work) Labour supply is a function of both population size and the percentage of people who wish to work. |
εμμένω σε κτverbal expression (figurative (belabor) The lawyer labored the point excessively. |
έχω(used in expressions (mistakenly believe) (άποψη, πεποίθηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company is labouring under the illusion that it can take shortcuts to get the results it wants. |
εργατικό συνδικάτο, εργατικό σωματείοnoun (trade union, syndicate) The labor unions were created to protect workers from unfair working conditions. |
που γλιτώνει κόποadjective (designed to make a job easier) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χειρωνακτική εργασίαnoun (work carried out by hand) Although machines are used to produce most goods, repairing them is still done mostly by manual labor. Αν και οι μηχανές χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των περισσοτέρων αγαθών, η επιδιόρθωσή τους γίνεται ακόμα με χειρωνακτική εργασία. |
εργατικό σωματείοnoun (workers belonging to a union) Economists have long debated the impact of organized labour on workplace productivity. |
σωματική εργασίαnoun (strenuous manual work) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) You shouldn't do physical labour when you're pregnant. |
εξειδικευμένη εργασίαnoun (manual work that requires training) |
σκλάβος, σκλάβαnoun (slavery, enforced work) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Many of the greatest monuments were built by slave labor. Πολλά από τα σημαντικότερα μνημεία έχουν χτιστεί από χέρια σκλάβων. |
χαμαλοδουλειάnoun (figurative (low-paid work) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) For many, working in a fast food restaurant is slave labor. It may be slave labor, but at least it's a job. |
εργασία για ανειδίκευτα άτομαnoun (work requiring no training) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανειδίκευτο εργατικό δυναμικόnoun (workforce doing untrained jobs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μισθωτή εργασίαnoun (paid work done for an employer) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του labor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του labor
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.