Τι σημαίνει το lack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lack στο Αγγλικά.

Η λέξη lack στο Αγγλικά σημαίνει έλλειψη, έλλειψη, δεν έχω, στερούμαι, έχω έλλειψη σε, από έλλειψη, λόγω έλλειψης, έλλειψη, απουσία, ανορεξία, ρηχότητα, επιφανειακότητα, ρηχότητα, επιφανειακότητα, έλλειψη διάκρισης, διαφοροποίησης, απειθαρχία, ανυπακοή, έλειψη αυστηρότητας/πυγμής/επιβολής, έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης, άγνοια, αμάθεια, έλλειψη παιδείας, έλλειψη ακαδημαϊκής μόρφωσης, απάθεια, αδιαφορία, απάθεια, ασυγκινησία, έλλειψη προνοητικότητας, έλλειψη πληροφόρησης, ανεντιμότητα, ανηθικότητα, έλλειψη ενδιαφέροντος, έλλειψη προετοιμασίας, αγένεια, έλλειψη σεβασμού, έλλειψη σεβασμού προς ανώτερους, ανασφάλεια, έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας, έλλειψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lack

έλλειψη

noun (shortage) (ανεπάρκεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a severe lack of skilled mechanics in this town.
Υπάρχει μεγάλη έλλειψη ικανών μηχανικών σε αυτήν την πόλη.

έλλειψη

noun (scarcity) (σπανιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lack of water has caused the animals to die of thirst.
Η έλλειψη νερού έχει ως αποτέλεσμα να πεθαίνουν τα ζώα από δίψα.

δεν έχω

transitive verb (does not have)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The label lacks information about the side effects of this drug.
Η ετικέτα δεν έχει πληροφορίες για τις παρενέργειες του φαρμάκου.

στερούμαι, έχω έλλειψη σε

phrasal verb, transitive, inseparable (not have, be deficient in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whoever decorated this room is lacking in good taste. What we lack in experience, we make up for in enthusiasm.
Όποιος διακόσμησε αυτό το δωμάτιο στερείται καλού γούστου. Ότι ελλείψεις έχουμε σε εμπειρία, τις αναπληρώνουμε με τον ενθουσιασμό μας.

από έλλειψη, λόγω έλλειψης

preposition (due to not having [sth]) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For lack of anything more interesting to do, the kids did their homework.

έλλειψη, απουσία

noun (absence of, deficiency in)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a total lack of authority in this organisation.
Υπάρχει παντελής απουσία (or: έλλειψη) εξουσιαστικής αρχής σ' αυτόν τον οργανισμό.

ανορεξία

noun (absence of desire for food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I often suffer from a lack of appetite when the weather is very hot. Lack of appetite is a sign that your dog is sick.
Συχνά υποφέρω από ανορεξία όταν έχει πολλή ζέστη. Η ανορεξία είναι σημάδι ότι ο σκύλος σας είναι άρρωστος.

ρηχότητα, επιφανειακότητα

noun (superficiality, shallow nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tara might be pretty but she has a lack of depth.

ρηχότητα, επιφανειακότητα

noun (superficiality, lack of insight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a lack of depth in his poetry which he needs to address if he wants to get it published.

έλλειψη διάκρισης, διαφοροποίησης

noun (no distinction or discrimination)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lack of differentiation between ethnic minorities is the key to a peaceful community.

απειθαρχία, ανυπακοή

noun (child: unruly behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children's lack of discipline led them to laugh and play during the teacher's lesson.

έλειψη αυστηρότητας/πυγμής/επιβολής

noun (failure to be strict enough)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The children's father had become annoyed with their behaviour, but his lack of discipline meant that the children continued to run through the house.

έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης

noun (absence of self control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a lack of discipline when it comes to dessert. I can never say no.

άγνοια, αμάθεια, έλλειψη παιδείας

noun (ignorance, not being informed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lack of education about contraception can lead to many unwanted pregnancies.

έλλειψη ακαδημαϊκής μόρφωσης

noun (having little formal learning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her lack of education did not prevent her from achieving a successful career.

απάθεια, αδιαφορία

noun (apathy, disinterest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That boy shows a complete lack of enthusiasm in class.

απάθεια

noun (apathy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασυγκινησία

noun (lack of sympathy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He ended their relationship by text message which shows a complete lack of feeling.

έλλειψη προνοητικότητας

noun (failure to think ahead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Not planning for your retirement shows a complete lack of foresight.

έλλειψη πληροφόρησης

noun (ignorance, not being informed about [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Back in the 1980s, there was a lack of information about AIDS. There is no lack of information about global warming, but some people choose to ignore it anyway.
Τη δεκαετία του 1980 υπήρχε έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με το AIDS. Δεν υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά παρόλα αυτά ορισμένοι επιλέγουν να το αγνοούν.

ανεντιμότητα, ανηθικότητα

noun (dishonesty, immorality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He never returns the money he borrows from you; to me this shows a worrying lack of integrity.

έλλειψη ενδιαφέροντος

noun (apathy, disinterest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The course was cancelled due to a lack of interest.

έλλειψη προετοιμασίας

noun (failure to be ready for [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Because of his lack of preparation, he failed the test.

αγένεια, έλλειψη σεβασμού

noun (discourteous speech or behaviour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You shouldn't let your children speak to you like that, it shows a lack of respect.

έλλειψη σεβασμού προς ανώτερους

noun (failure to treat [sb] as a superior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I am concerned everyone is equal and I won't call my boss "Sir", but some people say this shows a lack of respect.

ανασφάλεια

noun (insecurity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His lack of self-confidence held him back in his relationships with women.
Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας

noun (inability to think creatively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His lack of vision makes him unsuitable for a career in marketing.

έλλειψη

expression (shortage of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The food supply, or lack thereof, continues to cause worry.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lack

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.