Τι σημαίνει το field στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης field στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του field στο Αγγλικά.

Η λέξη field στο Αγγλικά σημαίνει χωράφι, γήπεδο, λιβάδι, τομέας, που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά, γήπεδο, πεδίο μάχης, του χωραφιού, από το χωράφι, εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας, τομέας, όλοι οι συμμετέχοντες, όλες οι συμμετέχουσες, πεδίο, πεδίο μάχης, άμυνα, άουτφιλντ, έκταση, φόντο, πεδίο, πεδίο, παίζω, πιάνω, κατεβάζω, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω, παρατάσσω, στίβος, γήπεδο μπέιζμπολ, κιάλια, φυτεία ζαχαροκάλαμου, επαγγελματικός τομέας, επιλεγμένο πεδίο, πεδίο επιλογής, βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτεία, βάθος διείσδυσης πεδίου, ηλεκτρικό πεδίο, ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, μέρα υπαίθριων δραστηριοτήτων, κάνω πάρτυ, αγώνας στίβου, γκολ στο αμερικανικό ποδόσφαιρο, καλάθι, οδηγός πεδίου, εργάτης σε χωράφια, χόκεϊ επί χόρτου, νοσοκομείο εκστρατείας, αποδυτήρια, αθλητική εγκατάσταση, αρχιστράτηγος, αρουραίος, τυφλοπόντικας, τομέας σπουδών, οπτικό πεδίο, οπτικό πεδίο, υποκατάστημα, επιτόπια μελέτη, επιτόπια μελέτη, εκπαιδευτική εκδρομή, έρευνα, επιτόπιος, επιτόπιος, δοκιμάζω υπό κανονικές συνθήκες, ανθώνας, λιβάδι με λουλούδια, γήπεδο ποδοσφαίρου, γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου, έχω τη χρυσή ευκαιρία, του χόκεϊ, παγονησίδα, στο πεδίο, αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης, αριστερή πλευρά του γηπέδου, παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου, ίσοι όροι, εξισορροπώ τις ανισότητες, μαγνητικό πεδίο, βασικό πεδίο σπουδών, ναρκοπέδιο, ναρκοπέδιο, περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου, ορυζώνας, κάνω πολλές σχέσεις, γήπεδο, ορυζώνας, δεξιά, δεξιά, γήπεδο ράγκμπυ, σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμα, πίστα για σκι, μπαίνω στον αγώνα, πλαίσιο κειμένου, στίβος, του στίβου, αθλητές στίβου, αθλήτριες στίβου, στίβος, χωράφι με σιτάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης field

χωράφι

noun (agriculture: land) (γεωργία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She saw a field full of corn.
Είδε ένα χωράφι γεμάτο καλαμπόκια.

γήπεδο

noun (sports: ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The players ran out onto the rugby field.
Οι παίκτες έτρεξαν στο γήπεδο του ράγκμπυ.

λιβάδι

noun (grassy area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dogs played in the field beside the house.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

τομέας

noun (area of expertise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's an expert in her field.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το αντικείμενο δεν βρίσκεται στο πεδίο γνώσεων μου.

που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά

adjective (working outside office)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's one of our field agents.
Είναι μια από τους εκπροσώπους μας που εργάζονται εξωτερικά.

γήπεδο

adjective (sports: non-track)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer field events to track events.

πεδίο μάχης

adjective (military: combat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He's just finished several weeks of field operations.

του χωραφιού, από το χωράφι

adjective (US (agriculture: field grown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They harvested a crop of field hay.

εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας

adjective (farm labour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a field hand and works at the farm.

τομέας

noun (area: profession, study, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The field of applied linguistics has always interested me.

όλοι οι συμμετέχοντες, όλες οι συμμετέχουσες

noun (figurative (sports: all participants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She reached the finishing line well ahead of the field.

πεδίο

noun (geology: terrain) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's an oil field ten miles west of here.

πεδίο μάχης

noun (military: combat) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He was always with his troops in the field.

άμυνα

noun (baseball: team not at bat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Red Sox bat while the Yankees play in the field.

άουτφιλντ

noun (baseball: outfield)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bernie Williams plays center field for the champions.

έκταση

noun (figurative (expanse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A field of snow lay round about.

φόντο

noun (background surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She painted a tree against a field of blue.

πεδίο

noun (magnetism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It produces a strong magnetic field.

πεδίο

noun (computing: slot for data)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Required fields are marked with an asterisk.

παίζω

intransitive verb (baseball, cricket)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The home team is currently fielding.

πιάνω

transitive verb (baseball, cricket: catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fielded the ball with dexterity.

κατεβάζω

transitive verb (sports: put into play) (σε αγώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fielded a very competent team.
Κατέβασαν μια ιδιαίτερα ικανή ομάδα.

έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω

transitive verb (figurative (deal with: questions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The candidate fielded a number of questions from the reporters.

παρατάσσω

transitive verb (military: deploy) (τοποθετώ σε σωστή θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The UN has fielded troops in Sierra Leone.

στίβος

noun (sports ground with track)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The athletic field had been damaged by the rain.

γήπεδο μπέιζμπολ

noun (pitch for baseball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κιάλια

plural noun (magnifying eye glasses)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I keep binoculars by the window to look at birds.
Έχω τα κιάλια μου δίπλα στο παράθυρο για να παρατηρώ τα πουλιά.

φυτεία ζαχαροκάλαμου

noun (sugar plantation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματικός τομέας

noun (area of work)

επιλεγμένο πεδίο, πεδίο επιλογής

noun (area of study, expertise)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτεία

noun (plantation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάθος διείσδυσης πεδίου

noun (part of an image in sharp focus) (φυσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I set the camera aperture to obtain maximum depth of field.

ηλεκτρικό πεδίο

noun (physics: charged area around [sth])

ηλεκτρομαγνητικό πεδίο

noun (electronics)

μέρα υπαίθριων δραστηριοτήτων

noun (school's outdoor sports event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω πάρτυ

noun (figurative, informal (great opportunity to enjoy yourself) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The revelation about the Prime Minister's love life was a field day for the tabloids.
Οι φυλλάδες έκαναν πάρτυ με την αποκάλυψη για την ερωτική ζωή του πρωθυπουργού.

αγώνας στίβου

noun (sports: track meet event)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γκολ στο αμερικανικό ποδόσφαιρο

noun (US (football: three-point goal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλάθι

noun (basketball: while ball is in play)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδηγός πεδίου

(illustrated book)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργάτης σε χωράφια

(agricultural worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χόκεϊ επί χόρτου

noun (mainly US (sport: hockey played on a field)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Field hockey is played with a ball, not a puck.

νοσοκομείο εκστρατείας

noun (medical camp)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They set up the field hospital a short distance away from the fighting.

αποδυτήρια

noun (athletics: for storage, dressing)

αθλητική εγκατάσταση

noun (used for indoor sports)

αρχιστράτηγος

noun (high-ranking military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρουραίος, τυφλοπόντικας

noun (small rodent that lives in fields)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cinderella's fairy godmother turned four field mice into white horses to pull the coach.

τομέας σπουδών

noun (research: area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Joe's field of study is French literature.

οπτικό πεδίο

(optics)

οπτικό πεδίο

noun (everything visible to the eye)

υποκατάστημα

noun (branch or local agency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sometimes the policies dictated by the company's headquarters make no sense to the field offices.

επιτόπια μελέτη

noun (observation of nature in the wild)

it was essential to conduct a field study to get to know the bird species better in their own habitat.

επιτόπια μελέτη

noun (observation off-site)

εκπαιδευτική εκδρομή

noun (research outing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The class went on a field trip to the zoo.
Η τάξη πήγε εκπαιδευτική εκδρομή στον ζωολογικό κήπο.

έρευνα

noun (research carried out on site)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smithers is in the Amazon doing field work on endangered species. Her fieldwork confirmed her academic theory about economic development.

επιτόπιος

adjective (carried out in nature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
From our field-based observations, we conclude that native species of grasses are in decline.

επιτόπιος

adjective (figurative (carried out on site)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δοκιμάζω υπό κανονικές συνθήκες

transitive verb (figurative (trial [sth] under real conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθώνας

noun (land where flowers grow)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λιβάδι με λουλούδια

noun (meadow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γήπεδο ποδοσφαίρου

noun (for soccer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The injured player was carried off the football field on a stretcher.
Ο τραυματισμένος παίκτης μεταφέρθηκε με φορείο έξω από το γήπεδο.

γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου

noun (for American football)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I drove the length of a football field before my car broke down.

έχω τη χρυσή ευκαιρία

verbal expression (figurative, informal (revel in an opportunity) (μεταφορικά: να κάνω κάτι)

του χόκεϊ

noun as adjective (UK (relating to field hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγονησίδα

(floating ice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στο πεδίο

adverb (figurative (away from office)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He likes to work in the field, rather than behind a desk.

αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης

noun (airfield: where planes take off and land)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The locals called it "The Airport" but it was really nothing more than a grass landing field.

αριστερή πλευρά του γηπέδου

noun (baseball: location)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He hit the ball straight to left field.

παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου

noun (baseball: player's position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He played left field professionally for 10 years.

ίσοι όροι

noun (figurative (equality, fair situation)

We can only compete if we're all on a level playing field.

εξισορροπώ τις ανισότητες

verbal expression (figurative (make opportunities equal for all)

μαγνητικό πεδίο

noun (where magnetic force acts)

βασικό πεδίο σπουδών

noun (research: main area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My major field of study is Greek, and I am minoring in art history.

ναρκοπέδιο

noun (area full of explosives)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He lost his leg in the war, when his platoon strayed into a minefield.
Έχασε το πόδι του στον πόλεμο, όταν η διμοιρία του έπεσε σε ναρκοπέδιο.

ναρκοπέδιο

noun (figurative (sensitive subject or situation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't discuss religion with them; it's a mine field!
Μην συζητάς για θρησκεία μαζί τους, είναι ναρκοπέδιο!

περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου

noun (area where oil is mined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We plan to drill five exploration wells in this oil field.
Σχεδιάζουμε να κάνουμε πέντε διερευνητικές γεωτρήσεις σε αυτή την περιοχή.

ορυζώνας

noun (field where rice is cultivated)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω πολλές σχέσεις

verbal expression (figurative, informal (have many relationships)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Simon has gained a reputation for playing the field.

γήπεδο

noun (literal (sports ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children used the playing field for football, rugby and hockey.

ορυζώνας

noun (wetland where rice is grown)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Because they are irrigated by flooding, rice fields are breeding grounds for mosquitoes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην Ελλάδα κάποιοι από τους μεγαλύτερους ορυζώνες βρίσκονται κοντά στον ποταμό Αξιό.

δεξιά

noun (baseball: location) (στο γήπεδο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I usually stand in right field when my class plays baseball.

δεξιά

noun (baseball: player's position) (στο γήπεδο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Can I play right field today?

γήπεδο ράγκμπυ

noun (pitch or terrain for rugby games)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A standard rugby field is larger than a standard football pitch.

σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμα

noun (range of meanings of a word)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίστα για σκι

noun (skiing resort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω στον αγώνα

verbal expression (sportsperson: join the games or begin a game)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After a long delay, the teams finally took the field.

πλαίσιο κειμένου

noun (computing: space for typing text)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στίβος

noun (athletics events: running, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Talia is good at most sports, but she really excels at track and field.

του στίβου

noun as adjective (relating to athletics events)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Discus is a track and field event.
Ο δίσκος είναι αγώνισμα του στίβου.

αθλητές στίβου, αθλήτριες στίβου

plural noun (participants in athletic events)

Track-and-field athletes include runners, sprinters, and pole vaulters.

στίβος

plural noun (athletics events: running, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωράφι με σιτάρι

noun (crop: field of wheat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του field στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του field

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.