Τι σημαίνει το label στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης label στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του label στο Αγγλικά.

Η λέξη label στο Αγγλικά σημαίνει ετικέτα, ετικέτα, ετικέτα, βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα, ετικέτα, τίτλος, χαρακτηρισμός, δισκογραφική εταιρεία, χαρακτηρίζω, περιγράφω, χαρακτηρίζω, περιγράφω, χαρακτηρίζω, επώνυμη μάρκα, χωρίς ένδειξη, εκτός ενδείξεως, προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, ιδιωτικής ετικέτας, ιδιωτική ετικέτα, δισκογραφική εταιρεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης label

ετικέτα

noun (food packaging)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The label says that food contains peanuts.
Η ετικέτα λέει ότι το φαγητό περιέχει φιστίκια.

ετικέτα

noun (tag: clothing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The label says to wash the sweater in cold water.
Η ετικέτα λέει ότι το πουλόβερ πλένεται σε κρύο νερό.

ετικέτα

noun (identification tag) (για ταυτοποίηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do not tear the label off the mattress.
Μην αποσπάτε την ετικέτα από το στρώμα.

βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα

transitive verb (attach a label to [sth]) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The supermarket worker has to label the soup cans.
Ο εργαζόμενος του καταστήματος πρέπει να βάλει (or: κολλήσει) ετικέτες στις κονσέρβες με τη σούπα.

ετικέτα

noun (sticker with information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put labels with my name on my possessions.
Βάζω ετικέτες (or: χαρτάκια) με το όνομά μου πάνω στα πράγματα που μου ανήκουν.

τίτλος, χαρακτηρισμός

noun (figurative (descriptive word for [sb] or [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
"Avant garde" is a label that is attached to many fads.
Το «αβάν-γκαρντ» είναι ένας τίτλος (or: ένας χαρακτηρισμός) που συνδέεται με πολλές τάσεις.

δισκογραφική εταιρεία

noun (music industry) (μουσική βιομηχανία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our band has signed with a new label.
Η μπάντα μας υπέγραψε με μια νέα δισκογραφική εταιρεία.

χαρακτηρίζω, περιγράφω

transitive verb (figurative (call) (δίνω όνομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The media labelled Chamberlain's policy "appeasement".
Τα μέσα περιέγραψαν την πολιτική του Τσάμπερλεν ως «κατευνασμό».

χαρακτηρίζω, περιγράφω

transitive verb (figurative (classify) (κατηγοριοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police have labelled him a radical.
Η αστυνομία τον χαρακτήρισε ριζοσπάστη.

χαρακτηρίζω

(mark: as [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shirt is labelled as "Large".
Η ετικέτα αυτού του πουκαμίσου γράφει «Large».

επώνυμη μάρκα

noun (exclusive named brand)

I get cheap jeans at the discount store, but my friend insists on designer labels.

χωρίς ένδειξη, εκτός ενδείξεως

adjective (drug: prescribed for unapproved use) (φάρμακο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προϊόν ιδιωτικής ετικέτας

noun (UK (private label: for a specific retailer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιωτικής ετικέτας

noun as adjective (UK (private label: of a specific retailer)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ιδιωτική ετικέτα

noun (store's own brand)

δισκογραφική εταιρεία

noun (recorded music production company)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του label στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του label

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.