Τι σημαίνει το lead to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lead to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lead to στο Αγγλικά.

Η λέξη lead to στο Αγγλικά σημαίνει καθοδηγώ, οδηγώ, διοικώ, ηγούμαι, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, προηγούμαι, ζω, κεντρικός, κύριος, βασικός, προπορευόμενος, πάσα προώθησης, μόλυβδος, βαρίδι, βαρίδιο, σκάγια, μύτη, διάστιχο, διάστιχο, η πρώτη θέση, προβάδισμα, πρώτος, στοιχείο, πρωταγωνιστικός ρόλος, εισαγωγή, παράδειγμα, καθοδήγηση, πρωτιά, σειρά, πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί, ακροδέκτης, αγωγός, προβάδισμα, λουρί, πιθανός πελάτης, ευκαιρία πώλησης, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, προηγούμαι, επιτίθεμαι, παίρνω lead, οδηγώ, καθοδηγώ, άγω, ρίχνω, πετάω, ακολουθώ, οδηγώ, καθοδηγώ, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, παίζω πρώτος, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής, εισάγω, ρίχνω την πρώτη μπαλιά, ξεκινάω, ξεκινώ, είμαι δίπλα σε κτ, οδηγώ σε κτ, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, παραπλανώ, ξεγελάω, οδηγώ, οδηγώ στην έξοδο, προηγούμαι, προχωράω σε κτ, λουρί σκύλου, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, βιάζομαι, που προηγείται, πριν, την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ, παρασύρω, παραπλανώ, δίνω το παράδειγμα, σέρνω από τη μύτη, σέρνω από τη μύτη, ξεγελάω, κοροϊδεύω, πρόκληση ενδιαφέροντος, μεταλλωρύχος, εξόρυξη μολύβδου, μολύβι γραφίτη, μολυβδίαση, δηλητηρίαση από μόλυβδο, πρωταγωνιστικός ρόλος, τραγουδιστής, δείχνω τον δρόμο, ανοίγω τον δρόμο, χρόνος, κάνω κπ να πιστέψει, χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδο, χωρίς μόλυβδο, εισαγωγή, πρώτος, το διάστημα μέχρι κτ, γραφίτης μολυβιού, μίνιο, γραφίδα, αρχική επαφή με δυνητικό πελάτη, τραβάω το λουρί, προπορεύομαι, αρχηγός ομάδας, αμόλυβδος, αμόλυβδη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lead to

καθοδηγώ

transitive verb (guide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tour guide leads the people through the city.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

οδηγώ

(head) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest leads the congregation in prayer.
Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή.

διοικώ

transitive verb (command)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The general leads his troops well, so they do what he orders.
Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές.

ηγούμαι

transitive verb (head, manage) (διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chief inspector leads the investigation.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

οδηγώ

(figurative (bring about) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The employee's habitual tardiness led to his dismissal. Drinking too much alcohol can lead to liver disease.

οδηγώ

(direct) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lead them to agreement with logical arguments.
Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα.

οδηγώ

verbal expression (cause, prompt) (κπ στο να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jennifer's interest in animals led her to becoming a vet.
Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος.

προηγούμαι

transitive verb (go ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The German cyclist is currently leading the race.
Αυτή τη στιγμή προηγείται ο γερμανός ποδηλάτης.

ζω

transitive verb (live)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandfather led a hard life.
Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή.

κεντρικός, κύριος, βασικός

adjective (principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lead speaker brought the audience to its feet with his wit. The lead story in the paper is about the bribery scandal.
Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία.

προπορευόμενος

adjective (first; in front of others)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The lead runner was on second base.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.

πάσα προώθησης

adjective (American Football pass: made into space) (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The lead pass arrived at midfield just as the receiver got there.
Η πάσα προώθησης έφτασε στη μεσαία γραμμή ακριβώς ταυτόχρονα με τον παίκτη.

μόλυβδος

noun (chemistry: element)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The screen was made of lead to prevent X-rays from passing through.
Το παραπέτασμα ήταν από μόλυβδο για να εμποδίζει τις ακτίνες Χ να το διαπερνούν.

βαρίδι, βαρίδιο

noun (weight made of lead)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pass me those two leads please. I need to weigh this down.
Δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα δυο βαρίδια (or: μολύβια). Πρέπει να σταθεροποιήσω αυτό εδώ.

σκάγια

noun (informal (shot, bullets) (σφαίρες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gangster filled his rival with lead.
Ο γκάνγκστερ φύτεψε ένα σωρό σκάγια στον εχθρό του.

μύτη

noun (pencil: graphite) (μτφ: μολυβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lead broke on this pencil, so I have to sharpen it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μύτη των μολυβιών φτιάχνεται από γραφίτη.

διάστιχο

noun (printing: line spacing metal) (τυπογραφία: λάμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The typesetter cut a lead to fit the line, and put it in the composing stick.
Ο τυπογράφος έκοψε ένα διάστιχο για να χωρέσει την αράδα και το τοποθέτησε στο στοιχειοθετήριο.

διάστιχο

noun (printing: line space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Add another lead between those lines, so there will be more separation between them.
Πρόσθεσε άλλο ένα διάστιχο ανάμεσα σε αυτές τις σειρές, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο κενό μεταξύ τους.

η πρώτη θέση

noun (first place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben hadn't trained for the race, so the lead wasn't a position he expected to find himself in.

προβάδισμα

noun (margin) (περιθώριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had a lead of three minutes over the next runner.
Είχε ένα προβάδισμα τριών λεπτών από τον επόμενο δρομέα.

πρώτος

noun (competitor: in front of others)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The lead is a Nigerian runner.
Ο πρώτος είναι ένας δρομέας από τη Νιγηρία.

στοιχείο

noun (clue, indication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The investigator caught the thief after finding the important lead.
Ο ερευνητής έπιασε τον κλέφτη αφού βρήκε ένα σημαντικό στοιχείο.

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (principal role) (ρόλος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Do you know who is going to play the lead in this movie? The lead in the film was a famous actress.
Ξέρεις ποιος θα παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την ταινία; Η πρωταγωνίστρια της ταινίας ήταν μια διάσημη ηθοποιός.

εισαγωγή

noun (journalism: introduction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The article's lead stated all the main facts.
Η εισαγωγή (or: Το λιντ) του άρθρου συμπεριέλαβε όλα τα βασικά γεγονότα.

παράδειγμα

noun (example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Follow my lead, and you will be a success.
Ακολούθησε το παράδειγμά μου και θα πετύχεις.

καθοδήγηση

noun (leadership) (μτφ: αρχηγία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The whole team followed his lead.
Όλη η ομάδα ακολούθησε την καθοδήγησή του.

πρωτιά

noun (cards: playing first) (χαρτιά: παίζω πρώτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John took the lead and played first.
Ο Τζον πήρε την πρωτιά και έπαιξε πρώτος.

σειρά

noun (cards: right to play first)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is your lead. Go ahead and play.
Σειρά σου. Ξεκίνα να παίζεις.

πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί

noun (cards: suit played first)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lead was an ace of hearts.
Το πρώτο φύλλο ήταν άσος κούπα.

ακροδέκτης, αγωγός

noun (electricity: connecting wire) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
First, connect the red lead to the brown connector.
Αρχικά, σύνδεσε τον κόκκινο ακροδέκτη (or: αγωγό) στην καφέ υποδοχή.

προβάδισμα

noun (head start) (πλεονέκτημα εκκίνησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunter gave the target a lead of about a metre.
Ο κυνηγός έδωσε στο στόχο του προβάδισμα ενός μέτρου περίπου.

λουρί

noun (UK (leash for a dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dogs must be kept on a lead at all times in this park.

πιθανός πελάτης

noun (business: potential customer)

Max uses social media to generate leads for his business.

ευκαιρία πώλησης

noun (business: opportunity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος

intransitive verb (go first) (πάω μπροστά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you lead, I'll follow.
Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω.

προηγούμαι

intransitive verb (be ahead of others) (είμαι μπροστά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The runner leads by thirty metres.
Ο δρομέας προηγείται κατά τριάντα μέτρα.

επιτίθεμαι

intransitive verb (take the offensive) (κάνω επίθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer led with his left fist.
Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του.

παίρνω lead

intransitive verb (baseball: runner's movement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Runners often lead with two outs.
Οι δρομείς παίρνουν lead με δύο άουτ.

οδηγώ

intransitive verb (guide dance partner) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know this dance. You will have to lead.
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

καθοδηγώ, άγω

transitive verb (influence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is able to lead public opinion with his comments to the press.
Ο πρόεδρος καταφέρνει να καθοδηγεί (or: άγει) την κοινή γνώμη με τα σχόλιά του στον τύπο.

ρίχνω, πετάω

transitive verb (cards: play first)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He led an ace of hearts.
Ξεκίνησε με άσο κούπα.

ακολουθώ

transitive verb (aim a gun) (κινούμενο στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lead the target by a foot or two.
Ακολούθησε το στόχο για ένα-δύο πόδια.

οδηγώ, καθοδηγώ

transitive verb (throw ball ahead of [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't throw the ball where he is, you need to lead him by throwing ahead of him.
Μην πετάς τη μπάλα εκεί που είναι, πρέπει να τον καθοδηγήσεις πετώντας την μπροστά του.

προηγούμαι

transitive verb (hold advantage over)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He led the other runner by 30 meters.
Προηγούταν του άλλου δρομέα κατά 30 μέτρα.

είμαι επικεφαλής

transitive verb (music: conduct a group)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The conductor has led this orchestra for two years.
Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια.

παίζω πρώτος

transitive verb (cards: play first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You lead this hand. Throw your card.
Παίζεις πρώτος σ' αυτήν την παρτίδα. Ρίξε το χαρτί σου.

οδηγώ

transitive verb (dance partner: guide) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gracefully lead his partner in the waltz.
Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς.

οδηγώ, καθοδηγώ

phrasal verb, transitive, separable (guide elsewhere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου

phrasal verb, intransitive (card games) (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής

phrasal verb, transitive, separable (show way to original location)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've forgotten the way to the hotel: could someone lead me back, please?

εισάγω

phrasal verb, transitive, inseparable (be prelude to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Opening titles lead into a movie.

ρίχνω την πρώτη μπαλιά

phrasal verb, intransitive (baseball: begin) (στο μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

phrasal verb, intransitive (US, figurative (begin a meeting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's lead off by introducing ourselves.

είμαι δίπλα σε κτ

(room: adjoin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ σε κτ

(room: continue into) (μεταφορικά)

οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο

phrasal verb, intransitive (go first, show the way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Lead on!" she said, and I showed her along the corridor.
«Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου.

παραπλανώ, ξεγελάω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (mislead) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I thought he loved me, but he was just leading me on.
Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε.

οδηγώ

phrasal verb, transitive, inseparable (progress to) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hope that this early success will lead on to further triumphs.

οδηγώ στην έξοδο

phrasal verb, transitive, separable (guide to the exit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προηγούμαι

(events: come before) (για γεγονότα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The days leading up to the wedding were so busy, with many details to finalise.

προχωράω σε κτ

(introduce: a subject)

The speaker led up to the topic by telling the audience about some of the historical background. // Tessa kept beating about the bush and her brothers wondered what she was leading up to.

λουρί σκύλου

noun (lead for a canine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
As Jack was always running off with other dogs, we have to put him on a dog leash when we take him for a walk now.

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

verbal expression (do the same as [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The leader of the exercise class wanted us to follow her lead.

βιάζομαι

verbal expression (figurative, slang (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που προηγείται

adverb (winning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Up by thirteen points over the hated Bears, the Wolves are currently in the lead.

πριν

adverb (in the period before)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ

expression (in the period before)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This change was reflected in the opinion polls conducted in the lead up to the election.

παρασύρω

(figurative (tempt into bad behaviour)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Young people can so easily be led astray by false values.

παραπλανώ

(figurative (mislead)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The conman led investors in the scheme astray with promises of easy profit.

δίνω το παράδειγμα

verbal expression (behave as you wish others to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you want your children to be compassionate, lead by example.

σέρνω από τη μύτη

verbal expression (figurative (control, steer to do [sth]) (μεταφορικά)

σέρνω από τη μύτη

verbal expression (figurative (deceive) (μεταφορικά)

ξεγελάω, κοροϊδεύω

verbal expression (informal, figurative (deceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I never suspected he was just leading me down the garden path.

πρόκληση ενδιαφέροντος

noun (creation of consumer interest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Company newsletters are one method of lead generation.

μεταλλωρύχος

noun (worker who extracts lead ore)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξόρυξη μολύβδου

noun (excavation for lead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Much of the countryside has been scarred by the lead mining that used to take place.

μολύβι γραφίτη

noun (graphite pencil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was a child I accidentally stabbed my leg with a lead pencil and you can still see the mark today!

μολυβδίαση, δηλητηρίαση από μόλυβδο

noun (illness caused by exposure to lead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Removing old lead-based paintwork without wearing a mask can cause lead poisoning. Lead poisoning can cause serious developmental problems in children.
Η αφαίρεση παλιάς βαφής με βάση το μόλυβδο χωρίς προστατευτική μάσκα μπορεί να οδηγήσει σε μολυβδίαση. Η δηλητηρίαση από μόλυβδο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα ανάπτυξης στα παιδιά.

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (central acting part)

My son got the lead role in the school play.

τραγουδιστής

noun (main singer in a popular music group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's always wanted to be the lead singer in a rock band.

δείχνω τον δρόμο

verbal expression (serve as guide)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John knows where we are going, so he will lead the way.

ανοίγω τον δρόμο

verbal expression (figurative (be the first to do [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ford led the way into mass-produced automobiles.

χρόνος

noun (time between design and finished product)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You didn't give me enough lead time to finish this project.
Δεν μου έδωσες αρκετό χρόνο για να ολοκληρώσω αυτό το πρότζεκτ.

κάνω κπ να πιστέψει

verbal expression (often passive (mislead into thinking) (κάτι ή ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The financial advisor led me to believe that my investments were safe.

χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδο

noun (wet pigment containing lead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Old houses often have dangerous lead-based paint on the walls.

χωρίς μόλυβδο

adjective (without lead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισαγωγή

noun (introduction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every day this news program always starts with the anchor reading the same lead-in.

πρώτος

adjective (US (first, beginning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το διάστημα μέχρι κτ

noun (preceding events, action)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician made promises in the lead-up to the election that he failed to keep once he came to power.

γραφίτης μολυβιού

noun (graphite part of a pencil)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μίνιο

noun (lead oxide: pigment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραφίδα

noun (point of a propelling pencil) (μολυβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A pencil with retractable lead is great because you don't have to sharpen it.

αρχική επαφή με δυνητικό πελάτη

noun (potential customer) (επιχειρήσεις, πωλήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω το λουρί

verbal expression (dog: pull against lead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dog was so determined to chase the cat, it was straining at the leash.

προπορεύομαι

verbal expression (race: in first place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
With a burst of speed, Jack took the lead in the race.

αρχηγός ομάδας

noun ([sb] who manages a group)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αμόλυβδος

adjective (vehicle fuel: lead-free)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμόλυβδη

noun (informal (lead-free vehicle fuel) (βενζίνη)

Fill it with unleaded, please.
Γεμίστε το με αμόλυβδη, σας παρακαλώ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lead to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lead to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.