Τι σημαίνει το leader στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leader στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leader στο Αγγλικά.

Η λέξη leader στο Αγγλικά σημαίνει αρχηγός, ηγέτης, επικεφαλής, αρχηγός, οδηγός, αρχηγός, ηγέτης, επικεφαλής, κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο, αγωγός καθόδου, σωλήνας απορροής, οδηγός, οδηγός, πρώτο βιολί, μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, γεννημένος ηγέτης, διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης, χαρισματικός ηγέτης, υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου, αξιότιμος ηγέτης, κάνε ό,τι κάνω, αρχηγός της αντιπολίτευσης, πίνακας αποτελεσμάτων, κράχτης, ηγέτης της αγοράς, διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος, αρχηγός της αγέλης, πολιτικός αρχηγός, πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός, επικεφαλής έργου, θρησκευτικός ηγέτης, πνευματικός ηγέτης, γκουρού, μοίραρχος, αρχηγός ομάδας, παγκόσμιος ηγέτης, ηγέτης του κόσμου, ηγέτης του πλανήτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leader

αρχηγός, ηγέτης

noun ([sb] who leads)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
John is the leader of the group, and they usually do what he suggests.
Ο Τζον είναι ο αρχηγός (or: ηγέτης) της ομάδας, και συνήθως κάνουν αυτό που τους λέει.

επικεφαλής

noun (head of a company)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The president of a company is its leader.
Ο επικεφαλής μιας εταιρίας είναι ο πρόεδρος.

αρχηγός, οδηγός

noun (guide)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The leader of the tour took them into the next room.
Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο.

αρχηγός, ηγέτης

noun (head of political party)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The leader of the main opposition party criticised the government.
Ο αρχηγός (or: ηγέτης) της αξιωματικής αντιπολίτευσης άσκησε κριτική στην κυβέρνηση.

επικεφαλής

noun (US (music: conductor)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The leader of the band told them when to start and stop playing.
Ο επικεφαλής της ορχήστρας τους έλεγε πότε να ξεκινήσουν και πότε να σταματήσουν το παίξιμο.

κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο

noun (journalism: article)

I nearly always agree with the leader in the Times newspaper.
Συμφωνώ σχεδόν πάντα με το κύριο άρθρο των Times.

αγωγός καθόδου, σωλήνας απορροής

noun (US (downspout pipe)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The plumber charged a lot to fix the leader.

οδηγός

noun (printing: row of dots)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tables of contents usually have leaders to guide your eyes to the page number.
Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας.

οδηγός

noun (short strip)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You have to put the leader through the hole to load the film.
Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.

πρώτο βιολί

noun (UK (orchestra's principal violinist) (μεταφορικά: άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Hans was the leader of the violin section.

μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας

noun (music: conductor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γεννημένος ηγέτης

noun (good manager) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A born leader is so charismatic that she can influence people to work harder and longer willingly.

διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης

noun (manager in the business sector)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαρισματικός ηγέτης

noun (leader with powerful charm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Alexander the Great was a charismatic leader: his troops would follow him almost anywhere.

υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου

noun (head of a team) (εργάτες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιότιμος ηγέτης

noun (respected person in charge)

Kim Jong Il likes to be referred to as his country's esteemed leader.

κάνε ό,τι κάνω

noun (children's game) (παιδικό παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχηγός της αντιπολίτευσης

noun (head of political party opposing the government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The leader of the opposition debated with the Prime Minister about the proposed change to the law.

πίνακας αποτελεσμάτων

noun (scoreboard)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κράχτης

noun (low-cost item sold to draw buyers) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some companies sell something for cheap as a loss leader to get people to come in and buy more expensive products.
Μερικές εταιρείες πουλούν φθηνά κάποιο προϊόν ως «κράχτη», για να προσκαλέσουν τον κόσμο στο κατάστημα και να τον κάνουν να αγοράσει πιο ακριβά προϊόντα.

ηγέτης της αγοράς

noun (most commercially successful company)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Apple became the market leader in mp3 players with the launch of the ipod.

διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος

noun (conductor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The orchestra leader bowed to the cheers of the audience.

αρχηγός της αγέλης

noun (dominant dog in a hunting group) (σκύλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολιτικός αρχηγός

noun (head of a political party)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός

noun (head of a government)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επικεφαλής έργου

noun (leader of a task or programme)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The project leader must ensure that every team member understands the purpose of the project.

θρησκευτικός ηγέτης

noun (head of a church or order)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The religious leaders of the community gathered for an interfaith conference. The Pope is the religious leader of the Roman Catholic church.
Ο Πάπας είναι ο θρησκευτικός ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

πνευματικός ηγέτης, γκουρού

noun (guru)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some Muslim countries have a spiritual leader as head of state.

μοίραρχος

noun (UK (air-force officer) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός ομάδας

noun ([sb] who manages a group)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

παγκόσμιος ηγέτης

noun ([sth] that is the best internationally) (πρώτος στον κόσμο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ηγέτης του κόσμου, ηγέτης του πλανήτη

noun (head of state or national government) (αρχηγός κράτους)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leader στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leader

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.