Τι σημαίνει το licence στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης licence στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του licence στο Γαλλικά.

Η λέξη licence στο Γαλλικά σημαίνει ανηθικότητα, δίπλωμα, πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor, εκφυλισμός, Bachelor, πτυχίο, καλλιτεχνική ελευθερία, πνευματικά δικαιώματα, άδεια, πτυχίο, πτυχίο καλών τεχνών, πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων, πτυχιούχος καλών τεχνών, νόμιμος, αδειοδοτώ, δευτεροετής, πτυχίο, πτυχίο Bachelor, πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts, άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίων, άδεια εισαγωγής, σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης, βασιλικό διάταγμα, πτυχίο θετικών επιστημών, πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων, πτυχίο χημικού μηχανικού, καλλιτεχνική ελευθερία, πτυχίο μηχανικού, πτυχίο Φαρμακευτικής, που δεν διαθέτει άδεια πώλησης οινοπνευματωδών, κάτοχος πτυχίου Bachelor, τρίτο έτος, κάτοχος Bachelor of Arts, κάτοχος B.A., άδεια για πώληση αλκοόλ, έχω πτυχίο, πτυχιούχος θετικών επιστημών, χημικός μηχανικός, πτυχίο Φιλοσοφίας, πτυχίο πολιτικού μηχανικού, δευτεροετής, που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ, πολιτικός μηχανικός, τριτοετής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης licence

ανηθικότητα

(littéraire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίπλωμα

nom féminin (Scolaire : diplôme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor

nom féminin (Éducation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La plupart des métiers les mieux payés nécessitent au moins une licence.
Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor.

εκφυλισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Bachelor

(équivalent, France)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Karin a deux licences : une en Histoire et l'autre en Géographie.
Η Κάρεν έχει δύο πτυχία, ένα στην ιστορία και ένα στη γεωγραφία.

πτυχίο

nom féminin (diplôme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλλιτεχνική ελευθερία

nom féminin

L'écrivain s'est permis une licence avec l'histoire lorsqu'il a écrit son livre.
Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κάπως την καλλιτεχνική του ελευθερία όσον αφορά την ιστορία όταν έγραφε το βιβλίο.

πνευματικά δικαιώματα

La compagnie a acheté la licence de l'histoire de l'auteur.
Η εταιρεία αγόρασε τα πνευματικά δικαιώματα για την ιστορία του συγγραφέα.

άδεια

(de conduire, de chasse,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter a un permis pour son pistolet.
Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του.

πτυχίο

(moins précis)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a un diplôme d'anglais délivré par l'université de Virginie.
Έχει πτυχίο στην αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.

πτυχίο καλών τεχνών

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων

(Can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυχιούχος καλών τεχνών

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

νόμιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο άντρας έχει μαζί του ένα νόμιμο όπλο όπου και αν πάει.

αδειοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή.

δευτεροετής

(université) (πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La plupart choisissent leur directeur de recherches lorsqu'ils ne sont alors qu'étudiants en deuxième année.
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

πτυχίο

(France, équivalent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah a une licence d'histoire de l'art de l’université d'East Anglia.

πτυχίο Bachelor

(France, équivalent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard a une licence de l'université de Lancaster.

πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts

(équivalent, France)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai obtenu ma licence en langues européennes en 1986.

άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδεια εισαγωγής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Une licence d'importation communautaire est valable dans tous les pays de l'Union européenne.

σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βασιλικό διάταγμα

nom féminin

πτυχίο θετικών επιστημών

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων

(Can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυχίο χημικού μηχανικού

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλλιτεχνική ελευθερία

nom féminin

πτυχίο μηχανικού

(équivalent, France)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πτυχίο Φαρμακευτικής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που δεν διαθέτει άδεια πώλησης οινοπνευματωδών

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτοχος πτυχίου Bachelor

(France, équivalent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρίτο έτος

nom féminin (France) (πανεπιστήμιο)

Beaucoup d'universités offrent aux étudiants la chance de passer leur troisième année à l'étranger.

κάτοχος Bachelor of Arts, κάτοχος B.A.

(équivalent, France)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ce travail nécessite que le candidat soit licencié en lettres.

άδεια για πώληση αλκοόλ

nom féminin (σε εστιατόρια ή μαγαζιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω πτυχίο

(France, équivalent)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ο Έρικ έχει πτυχίο Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

πτυχιούχος θετικών επιστημών

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

χημικός μηχανικός

(Can)

πτυχίο Φιλοσοφίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πτυχίο πολιτικού μηχανικού

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δευτεροετής

(France, université)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous nous sommes rencontrés alors que nous étions étudiants de (or: en) deuxième année et nous sommes mariés trois ans plus tard.

που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ

(établissement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολιτικός μηχανικός

(Can)

τριτοετής

(France, équivalent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary est un étudiant de troisième année et essaie de décider s'il doit s'inscrire dans une école supérieure de troisième cycle

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του licence στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.