Τι σημαίνει το léger στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης léger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του léger στο Γαλλικά.
Η λέξη léger στο Γαλλικά σημαίνει ελαφριά, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, μικρός, ήπιος, ελάχιστος, απειροελάχιστος, προκλητικός, ελαφρύς, εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος, ελαφρύς, αποκαλυπτικός, λεπτός, καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος, μικροσκοπικός, παιχνιδιάρικος, που δεν απαιτεί μεγάλο βάθος νερού, αμβλύς, ήπιος, ελαφρύς, αμυδρός, ανεπαίσθητος, αφράτος, ασήμαντος, χαζομάρα, ανοησία, επιεικής, δροσερός, ελαφρύς, εύκολος, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, ελάχιστος, αναζωογονητικός, αέρινος, επιπόλαιος, αστόχαστος, επιπόλαιος, αστόχαστος, φτερό στον άνεμο, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανέμελος, αερολογία, χαμηλός, σιγανός, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, μικρότερος, μικρός, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, λεπτός, ανάλαφρα, παιχνίδι με ρακέτα, ανεπαίσθητη αίσθηση, chinos, αίσθηση, υποψία, που έχει ελαφρύ βήμα, ελαφρύς σαν πούπουλο, λίκνισμα, ελαφριά στροφή, μικρή/ελαφριά βελτίωση, πετρελαϊκός αιθέρας, ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό, ανοιξιάτικο σακάκι, κπ που κοιμάται ελαφριά, ελαφρύ γεύμα, ελαφρύ γεύμα, ανεμελιά, ελαφρύ άγγιγμα, λάμπω, ελαφρών βαρών, αμφιβολία, μικρή/ελαφριά βελτίωση, στροφή ελαφρώς προς τα δεξιά, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρών, μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ, σκουντώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης léger
ελαφριάadverbe (voyager) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle a voyagé léger, en n'emportant qu'une petite valise. Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα. |
ελαφρύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une brise légère soufflait. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι. |
ελαφρύςadjectif (poids) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Donne-moi le sac qui est lourd, tu pourras porter le léger. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές. |
ελαφρύςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On pouvait tout juste percevoir le léger contour des montagnes. Μπορούσες να δεις μόνο ένα ελαφρύ (or: αχνό) περίγραμμα των βουνών. |
ελαφρύς(exercice,... : facile) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Faites quelques exercices légers - rien de trop éprouvant. Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο. |
ελαφρύςadjectif (facile à digérer) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alors que son mari a commandé un steak, elle a commandé un autre plat plus léger. Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ. |
μικρόσωμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pour une femme si légère, elle est très forte ! Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη! |
ελαφρύςadjectif (vêtements) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous pouvez mettre une veste légère. Il ne fait pas trop froid dehors. Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω. |
ελαφρύς, απαλόςadjectif (faible pression) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le masseur avait la main très légère. Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα. |
ελαφρύς(sans profondeur) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On a eu une conversation légère (or: superficielle), rien de sérieux. Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό. |
ελαφρύςadjectif (sol : sableux) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mieux vaut cultiver les carottes dans un sol léger que dans un sol lourd argileux. Τα καρότα ευδοκιμούν καλύτερα σε ελαφρύ χώμα, παρά σε βαρύ αργιλώδες. |
ανάλαφρος, ελαφρύςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le danseur a exécuté quelques pas légers et délicats. Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα. |
ανάλαφροςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les filles l'aimaient pour son attitude légère (or: décontractée) envers la vie. Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή. |
ελαφρύςadjectif (véhicules) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a un permis pour piloter les avions légers. Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη. |
ελαφρύς, απαλόςadjectif (vent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La journée sera essentiellement ensoleillée, avec une légère brise. Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons eu un léger (or: petit) problème mais nous devrions être capable de le résoudre très bientôt. |
ήπιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Αντώνης έπαθε ελαφριά πνευμονία και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα. |
ελάχιστος, απειροελάχιστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ajouterais juste une légère quantité de sel. |
προκλητικός(tenue : fin, pas chaud) (ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'aurais pas dû prendre ce haut léger pour aller faire du patin à glace. |
ελαφρύςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos vestes légères sont parfaites pour voyager. |
εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρύςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποκαλυπτικός(tenue : fin, pas chaud) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certaines personnes se sentent attirantes avec des tenues légères. |
λεπτόςadjectif (tissu, vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette veste légère ne sera pas assez chaude quand le soleil se couchera. Εκείνο το λεπτό τζάκετ δεν θα είναι αρκετά ζεστό όταν πέσει ο ήλιος. |
καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος(ρουχισμός: ελαφρύς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικροσκοπικός(tenue : fin, pas chaud) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παιχνιδιάρικος(commentaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce n'était qu'une remarque légère ; ne la prends pas au sérieux. Ήταν απλά ένα παιχνιδιάρικο σχόλιο. Μην το παίρνεις σοβαρά. |
που δεν απαιτεί μεγάλο βάθος νερού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αμβλύς(douleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle souffrait sans arrêt d'une douleur légère dans le dos. Ένιωθε ένα συνεχή αμβλύ πόνο στην πλάτη. |
ήπιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le léger courant du ruisseau a causé la formation de galets. Το ήπιο ρεύμα διαμόρφωσε τα βότσαλα στο ρυάκι. |
ελαφρύςadjectif (ύφασμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Janet a emporté des vêtements légers pour son voyage aux tropiques. |
αμυδρός, ανεπαίσθητοςadjectif (odeur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y avait une légère odeur de rose dans la pièce. Υπήρχε μια αμυδρή μυρωδιά από τριαντάφυλλα στο δωμάτιο. |
αφράτοςadjectif (nourriture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comment fais-tu pour obtenir une purée aussi légère ? Πώς φτιάχνεις τον πουρέ σου τόσο αφράτο; |
ασήμαντοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαζομάρα, ανοησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιεικήςadjectif (sanction, punition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le juge compatit avec l'accusé et ne lui donna qu'une légère sanction. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ποινή που του επιβλήθηκε από τον δικαστή ήταν πολύ επιεικής κατά τη γνώμη μου. |
δροσερός, ελαφρύςadjectif (vêtements, tissus) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jane porte des vêtements légers par temps chaud. |
εύκολος(femme) (καθομ, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prends garde ! Tout le monde dit que c'est une femme légère. Μείνε μακριά της - όλοι λένε ότι είναι εξώλης και προώλης. |
απαλός(geste) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle donna au bébé un bisou léger sur la joue. |
ήπιοςadjectif (pente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a une légère pente sur les prochains deux kilomètres. |
ελαφρύςadjectif (informations, sujet) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le magazine traitait de sujets sérieux, mais en grande partie contenait des nouvelles légères telle la mode. |
ελάχιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les légères révisions d'Erin ne l'ont pas vraiment aidée pour l'examen. |
αναζωογονητικόςadjectif (vent, brise) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une brise légère soufflait dans les arbres. |
αέρινοςadjectif (vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιπόλαιος, αστόχαστος(remarque) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιπόλαιος, αστόχαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φτερό στον άνεμο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανέμελος(άτομο: θετικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Arthur est un gars frivole qui aime les jeux et les blagues. |
αερολογία(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμηλός, σιγανός(son) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate a entendu un faible cri au loin. Η Κέιτ άκουσε μια σιγανή κραυγή από μακρυά. |
διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρότερος, μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει. |
μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim a subi une blessure légère dans un accident de voiture. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε. |
λεπτόςadjectif (tissu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le tissu de cette écharpe est si fin (or: si léger) qu'on peut tout voir à travers. |
ανάλαφρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La plume finit par se poser délicatement sur la joue de la princesse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που σχεδόν δεν άφηνε πατημασιές στο έδαφος. |
παιχνίδι με ρακέτα(anglicisme : sport) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανεπαίσθητη αίσθηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ο χυμός λεμονιού προσδίδει άρωμα σε αυτό το πιάτο. Πρόκειται, όμως, για ανεπαίσθητη αίσθηση. |
chinos(Mode, rare) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αίσθηση, υποψία(figuré : d'espoir) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Être sur liste d'attente permettait à Julie de garder une lueur d'espoir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ή Έριν αισθάνθηκε μια υποψία αμφιβολίας. |
που έχει ελαφρύ βήμαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαφρύς σαν πούπουλοlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λίκνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελαφριά στροφήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne tourne pas à gauche ; suis le léger virage (or: léger tournant) à gauche. |
μικρή/ελαφριά βελτίωσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετρελαϊκός αιθέραςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les cours du pétrole brut léger sont repartis à la baisse. |
ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτόnom masculin |
ανοιξιάτικο σακάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κπ που κοιμάται ελαφριάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαφρύ γεύμαnom masculin |
ελαφρύ γεύμαnom masculin |
ανεμελιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελαφρύ άγγιγμα
|
λάμπωlocution verbale (χαρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ελαφρών βαρώνadjectif (άθλημα, κατηγορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le match poids léger commencera à huit heures du soir. Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ. |
αμφιβολίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un léger doute quant à son choix de robe. |
μικρή/ελαφριά βελτίωσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στροφή ελαφρώς προς τα δεξιάnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian a donné un léger coup aux rênes du cheval pour qu'il commence à trotter. Ο Ίαν κουνούσε τα χαλινάρια του αλόγου για να το κάνει να αρχίσει να κινείται. |
χτυπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle m'a donné un petit coup dans le ventre avant de dire "chut!". Μου έριξε μία στα πλευρά και είπε «Σσσ!». |
αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nouveau poids léger semble être un concurrent sérieux pour le champion. |
μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ
Elle m'a mis un léger coup de coude dans les côtes pour attirer mon attention. |
σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vieille femme donnait des petits coups à Vince avec son doigt. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του léger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του léger
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.