Τι σημαίνει το pero στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pero στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pero στο ισπανικά.

Η λέξη pero στο ισπανικά σημαίνει αλλά, μα, όμως, μα, αλλά, ωστόσο, αλλά, όμως, μόνο που, ωστόσο, διαμαρτυρία, ενώ, ναι μεν, αλλά, ναι μεν, αλλά, όμως, ωστόσο, όμως, ωστόσο, αργός αλλά σταθερός, αργά αλλά σταθερά, τέλος, χωρίς μα, μου, σου, ξου, η σαρξ ασθενής, Έλα τώρα!, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, αργός αλλά σταθερός εργάτης, ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, ντύνομαι πρόχειρα, ναι καλά!, ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, που δεν τα καταφέρνει, έλα!, όχι δα!, πώς, εννοείται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pero

αλλά, μα, όμως

conjunción (παρ' όλα αυτά)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Puede que esté viejo, pero todavía puedo andar en bicicleta.
Μπορεί να είμαι μεγάλος σε ηλικία, αλλά μπορώ ακόμα να κάνω ποδήλατο.

μα

conjunción (εμφατικός τύπος)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
No había nada que ver en la tele, ¡pero nada!
Η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, τίποτα όμως!

αλλά

nombre masculino (καθομιλουμένη)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Te vas a dormir ahorita, y no quiero ningún pero.
Θα πας για ύπνο τώρα, και δεν θέλω ν’ ακούσω αντιρρήσεις!

ωστόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me gusta, pero se podría mejorar.
Μου αρέσει, ωστόσο θα μπορούσε να βελτιωθεί.

αλλά, όμως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es un peso ligero, pero muy fuerte.
Είναι ελαφρύ, αλλά πολύ γερό.

μόνο που

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le daría un aventón pero mi automóvil está averiado.
Θα τον πήγαινα εγώ, μόνο που το αυτοκίνητό μου είναι για επισκευή.

ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

διαμαρτυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενώ

Incluso si hacemos el mismo trabajo, él gana $50.000 al año mientras que yo solo gano $40.000.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

ναι μεν, αλλά

expresión (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todo está muy bien, pero todavía no explica por qué no terminaste el trabajo.

ναι μεν, αλλά

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está todo perfecto, y me encanta hablar con tu abuela, pero ¿no es hora de que salgamos para el cine?

όμως, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Era muy caro viajar a ver a mi hermana y su familia, sin embargo valía la pena.
Το ταξίδι για να επισκεφθώ την αδελφή μου και την οικογένειά της ήταν πολύ ακριβό. Εντούτοις, άξιζε.

όμως, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Es una buena idea. Sin embargo, no tenemos dinero para financiarla.
Είναι καλή ιδέα. Εντούτοις, δε νομίζω ότι έχουμε τα χρήματα να τη στηρίξουμε.

αργός αλλά σταθερός

expresión

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αργά αλλά σταθερά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lento pero seguro, el trabajo en el jardín avanza y conseguiremos que quede bonito.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por último, si bien no menos importante, no te olvides de llamarme cuando llegues.

χωρίς μα, μου, σου, ξου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesito que termines el informe, sin peros.

η σαρξ ασθενής

expresión (bíblico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο μεν νους πρόθυμος, ο δε σαρξ ασθενής.

Έλα τώρα!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pero oye, ¿no crees que es un poco injusto?

Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;

locución interjectiva (έκπληξη, δυσφορία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αργός αλλά σταθερός εργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Katie es una trabajadora lenta pero laboriosa; al final siempre termina el trabajo.

ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ντύνομαι πρόχειρα

expresión (ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Podemos vestir arreglados pero informal esta noche porque la boda va a ser muy casual.

ναι καλά!

(AR, escéptico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vas a ayudarme a limpiar la casa? ¡Pero por favor!
Θα με βοηθήσεις να καθαρίσω το σπίτι; Ναι καλά!

ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που δεν τα καταφέρνει

adjetivo de una sola terminación

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Audrey se estaba cansando de su compañero, laborioso pero mediocre.

έλα!, όχι δα!

(ES, coloquial) (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Anda ya! ¡Tienes que estar bromeando!
Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι!

πώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Pero, cómo nos encontraste?
Πώς στο καλό μας βρήκες;

εννοείται

locución interjectiva

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
¿Que si lo robé? ¡Pero cómo, claro que no!
Αν το έκλεψα; Μα όχι βέβαια!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pero στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.