Τι σημαίνει το manque στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης manque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manque στο Γαλλικά.

Η λέξη manque στο Γαλλικά σημαίνει χαμένος, αναπάντητος, άστοχος, αποτυχημένος, έλλειψη, ανεπάρκεια, απουσία, έλλειψη, ανεπάρκεια, συμπτώματα στέρησης, έλλειψη, έλλειμμα, συναισθηματική εξάρτηση, άπιαστος, έλλειψη, έλλειψη, κόβω κτ μαχαίρι, έλλειψη, στέρηση, απώλεια, έλλειψη, απουσία, στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση, έλλειψη, αποτυχημένος, δεν πετυχαίνω, χάνω, χάνω, χάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, μου λείπει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δειλός, άνανδρος, επιτηδευμένος, βλάκας, χαζός, που δεν μιλάει ευθέως και ανοιχτά, έλλειμμα, δήθεν συμπεριφορά, ανημποριά, επιπολαιότητα, ανικανότητα, ανεπάρκεια, επιπολαιότητα, ελαφρότητα, απειρία, αναξιότητα, απιστία, αναξιοπιστία, αγένεια, έλλειψη συντονισμού, που τον έχω ξεχάσει, ανακρίβεια, ασάφεια, αοριστία, απειρία, αγαρμποσύνη, σκανταλιάρης, που έχει σκουριάσει, ανειλικρίνεια, το πόσο ξεθυμασμένος είναι, το πόσο έχει ξεθυμάνει, επιπεδότητα, αδυναμία, ατονία, έλλειψη ακρίβειας, ασάφεια, αοριστία, σκληρότητα, ασπλαχνία, απονιά, ανετοιμότητα, αγένεια, που του λείπει κτ, παραμελημένος, παρατημένος, αφημένος, άπειρος, αδιάφορος, απερίσκεπτος, αδιάφορος, ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος, αγενής, αντικειμενικός, απροκατάληπτος, στερούμενος ενθουσιασμού, αγενής, αδιάκριτος, που του λείπει ο ύπνος, μη οξυδερκής, ελλιπής, ανεπαρκής, κρίμα, Γκαντεμιά!, ηθική χρεοκοπία, παραμέληση, δυσπιστία, ασέβεια, αγοροκόριτσο, το να είναι ψεύτικος, αμβλύτητα, αναισθησία, ασυνάφεια, ασχετοσύνη, ρηχότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης manque

χαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναπάντητος

(appel, réunion,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άστοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έλλειψη, ανεπάρκεια, απουσία

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait un manque de créativité dans la classe.
Υπήρχε έλλειψη δημιουργικότητας στην τάξη.

έλλειψη, ανεπάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait un manque de bonne volonté à la réunion.

συμπτώματα στέρησης

έλλειψη

nom masculin (σπανιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le manque d'eau a causé la mort des animaux.
Η έλλειψη νερού έχει ως αποτέλεσμα να πεθαίνουν τα ζώα από δίψα.

έλλειμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toute la famille a un manque certain de bon sens.

συναισθηματική εξάρτηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άπιαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έλλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mère de Jeremy l'a réprimandé pour son manque de bonnes manières.
Η μητέρα του Τζέρεμυ τον επέπληξε για την έλλειψη τρόπων που επέδειξε.

έλλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a un manque de logements abordables dans certaines grandes villes.
Σε ορισμένες μεγαλουπόλεις υπάρχει έλλειψη σπιτιών σε προσιτές τιμές.

κόβω κτ μαχαίρι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pénurie de restaurants dans la ville inquiète les hôteliers.
Η έλλειψη εστιατορίων στην περιοχή ανησυχεί τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων.

στέρηση, απώλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bien que Dan soit un avocat à succès maintenant, son enfance a été remplie de privations.

έλλειψη, απουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce film est vraiment d'une extrême pauvreté sur le plan des dialogues.

στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση

Une perte d'attention au volant peut avoir des conséquences tragiques.

έλλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les besoins en électricité ne cessant d'augmenter, il finira par y avoir une pénurie d'énergie. L'explosion démographique a causé une pénurie de logements.

αποτυχημένος

(tentative)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les tentatives d'atteindre les automobilistes bloqués ont été infructueuses.
Οι προσπάθειές τους να προσεγγίσουν τους αποκομμένους αυτοκινητιστές ήταν ανεπιτυχείς.

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le batteur a manqué la balle.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gardien de but a manqué la balle.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bombe a manqué sa cible.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete s'est réveillé tard et a manqué la réunion.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis vraiment désolé de t'avoir manquée à la gare.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

μου λείπει

verbe transitif (κυρ, καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il lui manque certaines compétences essentielles en langues.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του λείπουν βασικά προσόντα για να πάρει αυτή τη δουλειά.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe transitif (Golf)

δειλός, άνανδρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιτηδευμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βλάκας, χαζός

(υποτιμητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν μιλάει ευθέως και ανοιχτά

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έλλειμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certaines composantes du projet ont dû être abandonnées à cause d'un déficit dans le budget.
Μερικά κομμάτια του πρότζεκτ έπρεπε να εγκαταλειφθούν λόγω ελλείμματος στον προϋπολογισμό.

δήθεν συμπεριφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a assimilé beaucoup de manières de sa tante qui est une actrice.
Αντέγραψε κάποιες πολύ δήθεν συμπεριφορές από τη θεία της που είναι ηθοποιός.

ανημποριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand les enfants sont malades, les parents doivent faire face à un sentiment d'impuissance.

επιπολαιότητα

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανικανότητα, ανεπάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιπολαιότητα, ελαφρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απειρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απιστία, αναξιοπιστία

(έλλειψη εμπιστοσύνης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έλλειψη συντονισμού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που τον έχω ξεχάσει

(figuré, familier : capacité)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα Γαλλικά της Γουέντι είναι σκουριασμένα, αφού έχει χρόνια να τα εξασκήσει.

ανακρίβεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασάφεια, αοριστία

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απειρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγαρμποσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκανταλιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει σκουριάσει

(figuré, familier : personne) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous voudriez que je joue un peu de piano ? Malheureusement je suis un peu rouillé, excusez mes fausses notes.
Θέλεις να παίξω πιάνο; Φοβάμαι ότι δεν είμαι σε μεγάλη φόρμα, γι' αυτό με συγχωρείς αν παίξω λάθος μερικές νότες.

ανειλικρίνεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το πόσο ξεθυμασμένος είναι, το πόσο έχει ξεθυμάνει

(goût)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιπεδότητα

(surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυναμία, ατονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έλλειψη ακρίβειας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασάφεια, αοριστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρότητα, ασπλαχνία, απονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανετοιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που του λείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Του φαγητό του λείπει αλάτι.

παραμελημένος, παρατημένος, αφημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La maison de Ben était laissée à l'abandon parce qu'il n'arrivait plus à l'entretenir.
Το σπίτι του Μπεν φαινόταν ιδιαίτερα παραμελημένο γιατί δεν μπορούσε να συντηρεί πια.

άπειρος

adjectif (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les joueurs inexpérimentés de première année ont perdu le match.

αδιάφορος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rick manque vraiment de considération (or: de délicatesse), il ne pense jamais aux sentiments des autres.
Ο Ρίκι είναι τόσο απερίσκεπτος· ποτέ δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματα των άλλων.

απερίσκεπτος, αδιάφορος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je trouve cela indélicat quand mes amis oublient mon anniversaire.

ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bien que Stan ait été un enfant réservé (or: timide), il est sûr de lui et sympathique à l'âge adulte.

αγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Victor manque de tact et blesse beaucoup de gens involontairement.

αντικειμενικός, απροκατάληπτος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στερούμενος ενθουσιασμού

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγενής

(parole, action)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδιάκριτος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που του λείπει ο ύπνος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants en manque de sommeil ont du mal à se concentrer à l'école.

μη οξυδερκής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελλιπής, ανεπαρκής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une personne qui manque de sociabilité ne devrait pas chercher à faire carrière dans la diplomatie.
Ένα άτομο με ελλιπείς (or: ανεπαρκείς) κοινωνικές δεξιότητες δεν θα έπρεπε να προσανατολίζεται προς μια διπλωματική καριέρα.

κρίμα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Άκουσα ότι ο Τζιμ απολύθηκε από τη δουλειά του, κρίμα!

Γκαντεμιά!

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu ne trouves pas tes clés de voiture, pas de chance !

ηθική χρεοκοπία

nom masculin

Un manque de moralité inhérent ressort du fait de refuser de venir en aide à quelqu'un dans le besoin.
Η άρνηση παροχής βοήθειας σε κάποιον που απεγνωσμένα τη χρειάζεται αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθικής χρεοκοπίας.

παραμέληση

nom masculin (pour un enfant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mère de Kate a été condamnée pour manque de soins.
Η μητέρα της Κέιτ συνελήφθη για παραμέληση ανηλίκου.

δυσπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous tentons de surmonter notre manque de confiance envers les agents immobiliers.
Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε την δυσπιστία μας για τους κτηματομεσίτες.

ασέβεια

(έλλειψη σεβασμού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comment pouvez-vous montrer autant d'irrespect envers vos aînés ?

αγοροκόριτσο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το να είναι ψεύτικος

nom masculin (personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμβλύτητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναισθησία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασυνάφεια, ασχετοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρηχότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του manque

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.