Τι σημαίνει το morto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης morto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του morto στο πορτογαλικά.

Η λέξη morto στο πορτογαλικά σημαίνει νεκρός, οι νεκροί, άψυχος, ψόφιος, ψόφιος, σβήνω, άγονος, νεκρός, πεθαμένος, έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω, ο αείμνηστος, συγχωρεμένος, νεκρός, άψυχος, θύμα, νεκρός, φεύγω, πτώμα, λιώμα, χώμα, υπερβολικά κουρασμένος, λιώμα, δολοφονημένος, θνησιγενής, ζωντανός νεκρός, ζόμπι, ζόμπι, κυλάω, τσουλάω, ζόμπι, που έπεσε, σκυλοβαριέμαι, νεκρός, πεθαμένος, ξερός, παγώνω από το φόβο μου, φοβάμαι πάρα πολύ, που έχει τρελαθεί από την αγωνία του, μισοπεθαμένος, έπεσε μαχόμενος, σκοτώθηκε στη μάχη, που πέθανε πριν πολύ καιρό, πτώμα, βάρος, ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα, νεκρός, πεθαμένος, Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα, βάλτος, σκοτώνομαι, μένω στον τόπο, παριστάνω τον πεθαμένο, παριστάνω τον νεκρό, είμαι στο ρελαντί, ανενεργός, άχρηστος, περιττός, παραπόταμος, νεκρός, που τον σκοτώνουν σε θάλαμο αερίων, μη παραγωγικός, εκείνοι που έπεσαν στη μάχη, νεκρό βάρος, ίδιο βάρος, ετοιμάζω, νεκρό, στο ρελαντί, νεκρό απόθεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης morto

νεκρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O inseto não estava morto ainda, então ele pisou nele de novo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η λίμνη γέμισε με δεκάδες ψόφια ψάρια εξαιτίας της μόλυνσης.

οι νεκροί

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Há muitos mortos enterrados naquele cemitério.
Σε αυτό το νεκροταφείο έχουν ταφεί πολλοί νεκροί.

άψυχος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψόφιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estou morto! Andar o dia todo é cansativo.

ψόφιος

adjetivo (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essa festa está monótona. Vamos para outra.
Αυτό το πάρτυ είναι ψόφιο (or: βαρετό). Ας πάμε σε κάποιο άλλο.

σβήνω

adjetivo (fogo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O fogo parece ter sido extinto.
Φαίνεται πως η φωτιά έχει σβήσει.

άγονος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A terra está infértil e nada crescerá nela.

νεκρός, πεθαμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω

adjetivo (informal, exausto) (μτφ: εξουθενωμένος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο αείμνηστος

adjetivo (pessoa: falecida, morta)

συγχωρεμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vamos fazer uma oração pelos mortos.

νεκρός, άψυχος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um transeunte foi infelizmente morto pelo descarrilamento do trem.
Ένας περαστικός ήταν δυστυχώς θύμα του εκτροχιασμού του τραίνου.

νεκρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando os policiais chegaram, acharam dois mortos.

φεύγω

adjetivo (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele entalhou "Morto, mas não esquecido" na lápide.
Σκάλισε στην ταφόπετρα την επιγραφή «Έφυγε, αλλά δεν ξεχάστηκε».

πτώμα, λιώμα, χώμα

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Só caminhei cinco milhas mas parecem vinte - estou exausto.
Έκανα μόνο πέντε μίλια πεζοπορία, αλλά νιώθω σαν να ήταν πάνω από είκοσι. Είμαι πτώμα.

υπερβολικά κουρασμένος

λιώμα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δολοφονημένος

adjetivo (pessoa)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Οι δολοφονημένοι τουρίστες βρέθηκαν στην παραλία.

θνησιγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζωντανός νεκρός

adjetivo

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ζόμπι

(BRA, vodu)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Uma crença em zumbis é única da religião vodu.

ζόμπι

substantivo masculino (BRA, ficção: horror)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O filme é sobre um vírus mortal que transforma as pessoas em zumbis.
Η ταινία μιλά για έναν θανατηφόρο ιό που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι.

κυλάω, τσουλάω

(κινούμαι χωρίς δύναμη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela deslizou ladeira abaixo na sua bicicleta.

ζόμπι

substantivo masculino (BRA) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eu estava tão cansado que estava vagando como um zumbi.
Ήμουν τόσο κουρασμένος που περιπλανιόμουν από δω κι από κει σαν ζόμπι.

που έπεσε

locução adjetiva (militar) (στο μέτωπο, στον πόλεμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cidade construiu um memorial para honrar os soldados mortos em combate.
Ο δήμος έχτισε ένα μνημείο μνήμης για τους πεσόντες στρατιώτες του.

σκυλοβαριέμαι

locução adjetiva (figurado, informal) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μου έδωσες την εντύπωση ότι έπληξες αφόρητα με την παράσταση.

νεκρός, πεθαμένος

(falecido, finado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξερός

(dormir profundamente) (μεταφορικά: βαθύς ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγώνω από το φόβο μου

locução adjetiva (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φοβάμαι πάρα πολύ

locução adjetiva (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει τρελαθεί από την αγωνία του

(informal, figurado: muito ansioso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισοπεθαμένος

locução adjetiva (figurado) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έπεσε μαχόμενος, σκοτώθηκε στη μάχη

expressão (στρατιώτης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που πέθανε πριν πολύ καιρό

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτώμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα

substantivo masculino (por veículo numa estrada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eca, há algum bicho morto por aí. Não acredito em quantos bichos mortos vimos nessa viagem.

νεκρός, πεθαμένος

(figurado, gíria) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα

substantivo próprio

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάλτος

substantivo masculino (hidrologia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκοτώνομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você vai acabar morto se continuar dirigindo tão rápido! Se você dirige bêbado, pode acabar morto.
Θα σκοτωθείς αν συνεχίσεις να οδηγείς τόσο γρήγορα! Αν οδηγείς μεθυσμένος, μπορεί να σκοτωθείς.

μένω στον τόπο

expressão (morrer subitamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παριστάνω τον πεθαμένο, παριστάνω τον νεκρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι στο ρελαντί

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανενεργός

(em vigor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος, περιττός

(fig., coisa supérflua)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραπόταμος

substantivo masculino (hidrologia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεκρός

expressão (veículo: engrenagem) (μεταφορικά: ταχύτητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που τον σκοτώνουν σε θάλαμο αερίων

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη παραγωγικός

(fig., pessoa improdutiva)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκείνοι που έπεσαν στη μάχη

adjetivo (eufemismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O cemitério tinha lápides para cada um dos soldados mortos em combate e desaparecidos.
Το νεκροταφείο είχε ταφόπλακες για κάθε νεκρό και αγνοούμενο.

νεκρό βάρος

(peso de um veículo sem carga) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ίδιο βάρος

(peso fixo de uma estrutura ou aparelho)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ετοιμάζω

(preparar alguém para ser sepultado) (νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A funerária irá vestir minha tia morta para o velório amanhã.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

νεκρό

locução adjetiva (carro)

στο ρελαντί

expressão (motor) (αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter deixou seu carro em ponto morto no semáforo.
Ο Πέτρος άφησε το αυτοκίνητό του στο ρελαντί στο φανάρι.

νεκρό απόθεμα

(figurado: algo que não pode ser vendido)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του morto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.