Τι σημαίνει το mover στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mover στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mover στο πορτογαλικά.

Η λέξη mover στο πορτογαλικά σημαίνει μετακινώ, κουνάω, μετακινώ, κουνάω, κουβαλάω, πηγαίνω, κουνάω, κουνώ, φέρνω, πηγαίνω, κάνω, κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, εκκενώνομαι, κινούμαι, στρώνω τον κώλο μου, προχωρώ, κουνιέμαι, κινούμαι, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, τρέχω, προχωρώ, κινούμαι, κάνω πίσω, δρω, περιελίσσομαι, μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ, μετακινούμαι, κινούμαι γρήγορα, κάνω κύκλους, προχωράω, μετακινούμαι, κινώ γη και ουρανό, γλιστράω, γλιστρώ, πηγαίνω βολίδα, δεν κινούμαι, μένω ακίνητος, κάνω στην άκρη, προχωράω αργά, τρίζω, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, κάνω ένα βήμα μπροστά, κάνω πέρα, πηγαίνω πιο πέρα, πηγαίνω πιο εκεί, κινούμαι, κινούμαι αργά, προχωράω αργά, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, κάνω όπισθεν, κινούμαι αδέξια, κινούμαι σταδιακά, παλεύω να περάσω, μετακινούμαι, κινούμαι προσεκτικά, σπρώχνω, μεταφέρω γρήγορα, μετακινώ κπ/κτ στην περιφέρεια, μετακινώ κάτι πλάγια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mover

μετακινώ, κουνάω

verbo transitivo (jogo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele moveu a sua peça quatro espaços para a frente.
Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά.

μετακινώ

(mudar de lugar,de posição)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os ajudantes de mudança arredaram a mesa um metro para a esquerda.
Οι μεταφορείς μετακίνησαν το τραπέζι ένα μέτρο αριστερά.

κουνάω

verbo transitivo (colocar em movimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele movia os braços para cima e para baixo.
Κούνησε τα χέρια του πάνω-κάτω.

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode mover esta mesa da cozinha para a sala de jantar?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A correia transportadora leva a peça para a próxima estação.

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não mexeu um cílio quando ele entrou na sala.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω, κάνω

verbo pronominal/reflexivo (μτφ, καθομ: να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se moveu para abrir a porta, mas ela agarrou o braço dele.
Πήγε (or: Έκανε) να ανοίξει την πόρτα, αλλά του άρπαξε το χέρι.

κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A tempestade está se movendo para o leste.
Η καταιγίδα κινείται (or: μετατοπίζεται) προς τα ανατολικά.

εκκενώνομαι

(intestinos) (επίσημο, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A comida fez seus intestinos se moverem rapidamente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το έντερό μας πρέπει να εκκενώνεται τακτικά.

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de se mexer e a vespa vai deixá-lo em paz.
Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη.

στρώνω τον κώλο μου

(não demorar, não procrastinar) (αργκό, χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουνιέμαι, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não consigo fazer a pedra se mexer nem um pouquinho!
Δεν μπορώ να κάνω την πέτρα να μετακινηθεί ούτε λιγάκι!

περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά

(desajeitadamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O elefante moveu-se pela floresta.
Ο ελέφαντας περπατούσε με βαριά βήματα μέσα στο δάσος.

τρέχω

(inseto: rapidamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O trem estava avançando com grande velocidade.
Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα.

κινούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O médico disse que eu tinha de me mover para manter meu peso. Ele sempre está se movendo, nunca fica muito tempo no mesmo lugar.
Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να κινούμαι για να διατηρήσω το βάρος μου. Κινείται συνέχεια, δεν μένει ποτέ για πολύ σε ένα μέρος.

κάνω πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Recuem todos, vamos dar um espaço para ele!
Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο!

δρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando Paul chegou, todos tivemos de nos mover para abrir espaço para ele no sofá.
Όταν έφτασε ο Πολ έπρεπε όλοι να μετακινηθούμε για να του κάνουμε χώρο στον καναπέ.

κινούμαι γρήγορα

verbo pronominal/reflexivo

Ele escorregou e moveu-se de cara em um poste.

κάνω κύκλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω

verbo pronominal/reflexivo (com força) (με ορμή, ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A tempestade moveu-se em frente, reunindo forças.

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι διπλωμάτες μετακινούνται συχνά από τη μία χώρα στην άλλη.

κινώ γη και ουρανό

expressão (figurado, fazer todo esforço) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

γλιστράω, γλιστρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças desceram as escadas sorrateiramente cedo na manhã de natal, para ver se o Papai Noel havia passado.
Τα παιδιά γλίστρησαν στο κάτω σπίτι νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων για να δουν αν είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης.

πηγαίνω βολίδα

locução verbal

Os carros moviam-se com energia ao longo da rodovia.
Αυτοκίνητα κατέβαιναν βολίδα τον δρόμο.

δεν κινούμαι, μένω ακίνητος

locução verbal (ficar parado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω στην άκρη

(mover para um lado) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω αργά

(mover ou avançar devagar)

τρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρέφομαι προς, στρέφομαι σε

expressão verbal (μεταφορικά)

κάνω ένα βήμα μπροστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ouvir chamarem seu nome, por favor dê um passo à frente.
Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά.

κάνω πέρα, πηγαίνω πιο πέρα, πηγαίνω πιο εκεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A artrite torna difícil para ele se mover.
Η αρθρίτιδα τον δυσκολεύει στο να μετακινείται.

κινούμαι αργά, προχωράω αργά

(movimento vagaroso)

O dia rastejou e finalmente chegou a hora de ir para casa.
Η μέρα κύλησε αργά και τελικά ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι.

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para conseguir rodar o estoque, coloque o produto antigo na frente e ponha o produto novo atrás dele na prateleira.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

κάνω όπισθεν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os caranguejos se movem para trás.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος.

κινούμαι αδέξια

locução verbal

κινούμαι σταδιακά

verbo pronominal/reflexivo (gradualmente)

Mark queria se sentar mais perto de Julie, então ele moveu-se na direção dela.
Ο Μαρκ ήθελε να καθίσει δίπλα στην Τζούλι. Γι' αυτό κινήθηκε σιγά σιγά προς το μέρος της.

παλεύω να περάσω

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A fazendeira se moveu com dificuldade pelo campo lamacento.
Ο αγρότης πάλευε να περάσει το λασπωμένο χωράφι.

μετακινούμαι

(μεταφορικά: ιδεολογία, απόψεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitos partidos políticos de esquerda parecem deixar-se levar para a direita nos últimos anos.

κινούμαι προσεκτικά

Ele moveu-se vagarosamente pela multidão densa.

σπρώχνω

locução verbal (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω γρήγορα

(κπ/κτ κάπου)

μετακινώ κπ/κτ στην περιφέρεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετακινώ κάτι πλάγια

locução verbal

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mover στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.