Τι σημαίνει το movimento στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης movimento στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του movimento στο πορτογαλικά.

Η λέξη movimento στο πορτογαλικά σημαίνει κίνηση, πορεία, κίνηση, κίνημα, κίνηση, κίνηση, κίνηση, κίνηση, κίνηση, ζωή, κίνηση, κίνηση, κούνημα, παιχνίδισμα, κίνηση, λειτουργία, μολυβιά, κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, κίνηση, απόκρουση, ρυθμική κίνηση, χαλαρός, στροφή, απότομη κίνηση, εν κινήσει, νεγροσύνη, ανοδική κίνηση, αφόδευση, κένωση, λάθος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περιστροφική κίνηση, ανοδική κίνηση, χειραφέτηση των γυναικών, κίνημα για πολιτικά δικαιώματα, ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης, παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου, μαζική μεταστροφή, σαρωτική κίνηση, εφλεράζ, κινούμαι συνεχώς, κινώ, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, αποκτώ ορμή, σήκωμα των ώμων, ταχεία κίνηση νεφών, κόπρανα, περιττώματα, όταν είμαι στο δρόμο, όταν είμαι έξω, κένωση του εντέρου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης movimento

κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notou certo movimento nos arbustos.
Παρατήρησε κάποια κίνηση μέσα στους θάμνους.

πορεία

substantivo masculino (trânsito de veículos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O movimento do comboio durou três dias.
Η πορεία του κονβόι διήρκησε τρεις μέρες.

κίνηση

(gesto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele fez um movimento silencioso com a cabeça, convidando ela para se aproximar.
Έκανε ήσυχα μια κίνηση με το κεφάλι του, καλώντας την να πλησιάσει.

κίνημα

substantivo masculino (organização)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O movimento neoliberal começou em Oklahoma.
Το νεοφιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε στην Οκλαχόμα.

κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Com um movimento repentino, ele agarrou o ladrão.
Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον ληστή.

κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O xerife bloqueou o movimento do bandido para a porta.

κίνηση

(tendência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι ξαφνικές πωλήσεις του νέου προϊόντος άδειασαν τις αποθήκες του εμπόρου.

κίνηση

(música)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αυτή η συμφωνία έχει τρεις κινήσεις.

κίνηση, ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen sentia falta do movimento da cidade.
Της Κάρεν της έλειπε η κίνηση της πόλης.

κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O movimento da máquina era firme e suave.
Η κίνηση του μηχανήματος ήταν σταθερή και ομαλή.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O andar de vendas está incrivelmente ocupado hoje - há muito movimento.
Το τμήμα πωλήσεων έχει πολύ δουλειά σήμερα, υπάρχει πολλή κίνηση.

κούνημα

(η κίνηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia um grande movimento de saias a medida que as moças se levantavam para dançar.

παιχνίδισμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles assistiram aos movimentos da luz do sol sobre a água.

κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há muito movimento nessa estrada.

λειτουργία

substantivo masculino (μηχανήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μολυβιά

substantivo masculino (de pena, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A letra T é formada por dois movimentos da caneta.

κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janet observou o movimento da areia no vento.
Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aprendemos algumas novas técnicas de massagem na aula.

απόκρουση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρυθμική κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαλαρός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O trabalho anda bem parado no momento; não temos muito o que fazer.
Η δουλειά είναι αρκετά χαλαρή αυτήν τη στιγμή. Δεν έχουμε πολλά να κάνουμε.

στροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O manual pede cinco torções em sentido horário.
Το εγχειρίδιο συστήνει πέντε στροφές της βίδας κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού.

απότομη κίνηση

Uma súbita virada do navio quase a derrubou no chão.
Ο ξαφνικός κλυδωνισμός του πλοίου σχεδόν την έριξε κάτω.

εν κινήσει

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεγροσύνη

(πολιτιστικό κίνημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοδική κίνηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφόδευση, κένωση

(eufemismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάθος

(informal, figurado: erro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(cristianismo)

περιστροφική κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοδική κίνηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειραφέτηση των γυναικών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κίνημα για πολιτικά δικαιώματα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζική μεταστροφή

(movimento de massa para algo diferente)

σαρωτική κίνηση

(ato de curvar-se, gesto de curvar-se) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

εφλεράζ

(μασάζ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κινούμαι συνεχώς

expressão

κινώ

expressão verbal (μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έχουν προβεί στις επίσημες διαδικασίες που απαιτούνται για τη μετανάστευσή τους στον Καναδά.

θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία

(iniciar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκτώ ορμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σήκωμα των ώμων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter não sabia, então respondeu à questão com um movimento de ombros.
Ο Πήτερ δεν ήξερε και έτσι απάντησε το ερώτημα με ένα σήκωμα των ώμων του.

ταχεία κίνηση νεφών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόπρανα, περιττώματα

(eufemismo)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

όταν είμαι στο δρόμο, όταν είμαι έξω

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κένωση του εντέρου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του movimento στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.