Τι σημαίνει το nadar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nadar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nadar στο ισπανικά.

Η λέξη nadar στο ισπανικά σημαίνει κολυμπάω, κολυμπώ, διασχίζω κολυμπώντας, κολύμπι, κολύμπι, κάνω μπάνιο, κολυμπάω στο χρήμα, γυμνισμός, βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις, κάνω ελεύθερο κολύμπι, κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα, κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα, μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια, πάω ενάντια στο κατεστημένο, πάω για μπάνιο, κολυμπάω γυμνός, έρχομαι σε μεγάλες ποσότητες, κολυμπάω σε κτ, κολυμπάω σαν σκύλος, πάω για βουτιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nadar

κολυμπάω, κολυμπώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ayer nadé hasta la isla.
Κολύμπησα ως το νησάκι χτες.

διασχίζω κολυμπώντας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alguien nadó el Canal de la Mancha el verano pasado, ¿no?

κολύμπι

(δραστηριότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nadar refresca el cuerpo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κολύμβηση γυμνάζει ολόκληρο το σώμα.

κολύμπι

(άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La natación es una de mis actividades favoritas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ξάδελφός μου ήταν πρωταθλητής κολύμβησης στο ύπτιο.

κάνω μπάνιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En la época victoriana, la gente se bañaba a menudo en la orilla del mar.
Οι Βικτωριανοί συχνά κολυμπούσαν στην παραλία.

κολυμπάω στο χρήμα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que ganó la lotería, ella nada en la abundancia.

γυμνισμός

locución verbal

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En las cálidas noches de verano nos gusta ir a nadar desnudos en el mar.

βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω ελεύθερο κολύμπι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la competición de estilo libre, muchos participantes eligieron nadar estilo crol.

κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια

(informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La lista de deseos de Navidad de mi hija tiene cuatro páginas, ¡debe creer que nadamos en dinero!

πάω ενάντια στο κατεστημένο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω για μπάνιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κολυμπάω γυμνός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hicimos el amor sobre la arena y nos bañamos desnudos en el mar bajo la luz de la luna.

έρχομαι σε μεγάλες ποσότητες

(figurado, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Coseché tantas papas que nadaba en ellas.

κολυμπάω σε κτ

(figurado) (μεταφορικά)

El anciano nadaba en dinero.
Ο ηλικιωμένος κύριος κολυμπούσε στο χρήμα.

κολυμπάω σαν σκύλος

(κατά λέξη: στο νερό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian todavía no puede nadar, pero nada a lo perro.
Ο Ίαν δεν ξέρει ακόμα να κολυμπάει, αλλά πλατσουρίζει.

πάω για βουτιά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nadar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.