Τι σημαίνει το nadie στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nadie στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nadie στο ισπανικά.

Η λέξη nadie στο ισπανικά σημαίνει ψυχή, κανένας, κανείς, ούτε ψυχή, κανείς, κανείς, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, μηδέν, μαστ, σχεδόν, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, ασήμαντος, Τίποτα δε χαρίζεται., το προφανές, ουδέτερη ζώνη, ουδέτερη ζώνη, κανένας άλλος, κανείς άλλος, πάω στην τουαλέτα, πάω στο μπάνιο, είμαι απίστευτος, πάνω από όλα, από μόνος μου, άτομο χαμηλής κοινωνικής στάθμης, ερημιά, κανείς άλλος, κανένας άλλος, κανείς άλλος, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, πάω χαμένος, τίποτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nadie

ψυχή

pronombre (με άρνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eran las dos de la mañana y no había nadie en las calles. Se casaron y no se enteró nadie hasta el año siguiente.

κανένας, κανείς

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Peter hizo una fiesta, pero nadie fue. Pensé que había escuchado a alguien, pero no había nadie.
Ο Πήτερ έκανε ένα πάρτι, αλλά κανείς δεν πήγε. Νόμισα ότι άκουσα κάποιον, αλλά δεν ήταν κανείς.

ούτε ψυχή, κανείς

pronombre

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nadie está a favor de la suba de precios.

κανείς

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
El caballero alzó su espada, exclamando, "Nadie pasará".
Ο ιππότης ύψωσε το ξίφος του και δήλωσε: «Δε θα περάσει ουδείς».

κανείς, κανένας

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No quiero que nadie me moleste mientras estoy trabajando.
Δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς (or: κανένας) όσο δουλεύω.

κανείς, κανένας

pronombre (με άρνηση)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No había nadie para ayudar a Carlos a acarrear el cubo de agua.
Δεν υπήρχε κανένας να βοηθήσει τον Κάρλος να κουβαλήσει τον κουβά με το νερό.

μηδέν

(persona)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De los treinta alumnos que rindieron el examen, nadie aprobó.

μαστ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Jim apenas visita a sus padres.
Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του.

κάτι ασήμαντο/αμελητέο

(peyorativo, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esa gran empresa no tiene tiempo para perder con unos pelagatos como nosotros.

ασήμαντος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No te preocupes por sus arrebatos: es un pelagatos.

Τίποτα δε χαρίζεται.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuve que pagar impuestos por el obsequio. Bueno, nada es gratis en esta vida.

το προφανές

ουδέτερη ζώνη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas un permiso para entrar en tierra de nadie.

ουδέτερη ζώνη

Durante la guerra, deambulaba por tierra de nadie y casi le disparan sus propias tropas.

κανένας άλλος, κανείς άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

πάω στην τουαλέτα, πάω στο μπάνιο

locución verbal (eufemismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι απίστευτος

locución adjetiva

πάνω από όλα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me llevo bien con todas mis primas, pero antes que nadie, con Luisita.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας.

από μόνος μου

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομο χαμηλής κοινωνικής στάθμης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερημιά

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El desierto del Sahara es, en su mayoría, tierra de nadie.

κανείς άλλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Soy por siempre tuyo, no puedo amar a nadie más.

κανένας άλλος, κανείς άλλος

locución pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo ver a nadie más que conozca aquí.

δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ni una palabra a nadie! Es nuestro secreto.

πάω χαμένος

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si nadie quiere esa botella de leche, me la llevo.

τίποτα

locución nominal masculina (μεταφορικά, ανεπίσημο)

No te preocupes por lo que él diga. Es un don nadie.
Μην ανησυχείς γι' αυτά που λέει. Είναι τιποτένιος.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nadie στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του nadie

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.