Τι σημαίνει το less στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης less στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του less στο Αγγλικά.

Η λέξη less στο Αγγλικά σημαίνει λιγότερο, λιγότερος, λιγότερος, μείον, πλην, χωρίς, πριν, λιγότερος, λιγότερος, α-, μικρός, ελάχιστος, λίγο, ελάχιστα, μικρός, μικρότερος, μικρόσωμος, μικρός, μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος, ελάχιστα, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, λιγότερο, λιγότερο, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, πολύ λιγότερο, πολύ λιγότεροι, με μεγάλη διαφορά, όλο και λιγότερο, λιγότερος από, λιγότερος από, μικρότερος από, καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, λίγο πολύ, πολύ λιγότερα, πολύ λιγότερο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ούτε πιο... ούτε πιο..., παρόλα αυτά, όχι λιγότερο από, τουλάχιστον, τουλάχιστον, το ίδιο, ακριβώς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος, τίποτα άλλο εκτός από κτ, εντελώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης less

λιγότερο

adverb (to a smaller degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Richard exercises less than Audrey does.
Ο Ρίτσαρντ γυμνάζεται λιγότερο από την Ώντρεϋ.

λιγότερος

pronoun (smaller amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The price is fifty dollars, and I won't take less.
Η τιμή είναι πενήντα δολάρια, και δε δέχομαι λιγότερα.

λιγότερος

adjective (smaller in quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You have less work than I do.
Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα.

μείον, πλην

preposition (minus)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Four less three equals one.
Τέσσερα μείον τρία ίσον έξι.

χωρίς, πριν

preposition (minus)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The ring sold for $5 million, less tax.
Το δαχτυλίδι πουλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς (or: πριν) τους φόρους.

λιγότερος

adjective (nonstandard (with plural countable noun: fewer) (μόνο πληθυντικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've got less sweets than you.
Έχω λιγότερα γλυκά από εσένα.

λιγότερος

pronoun (nonstandard (plural countable: fewer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are less here than before.
Υπάρχουν λιγότερα εδώ σε σχέση με παλιά.

α-

suffix (without the thing named)

If you're not dressed in time, you'll just have to go trouserless!

μικρός

adjective (small in size)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This TV is big, but the one in our bedroom is little.
Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή.

ελάχιστος

adjective (not much) (σχεδόν καθόλου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She drinks little alcohol.
Πίνει ελάχιστο (or: πολύ λίγο) αλκοόλ.

λίγο

adverb (slightly) (ελαφρώς)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am a little drunk, but in no way incapacitated.
Είμαι λίγο μεθυσμένος, αλλά σε καμία περίπτωση τύφλα.

ελάχιστα

adverb (small amount) (σχεδόν καθόλου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The child ate little at dinnertime.
Το παιδί έφαγε ελάχιστα (or: πολύ λίγο) για βραδινό.

μικρός, μικρότερος

adjective (sibling: younger)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have three little brothers and one big sister.
Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή.

μικρόσωμος

adjective (person: short)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is too little to date a basketball player, isn't she?
Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι;

μικρός

adjective (trivial) (μεταφορικά: ασήμαντος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is such a little thing. Why do they argue about it so much?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη δίνεις σημασία σε μικρά, ανούσια πράγματα.

μικρός

adjective (mind: narrow) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As Emerson said, "A foolish consistency is the hobgoblin of little minds."
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορώ να σας καταλάβω με το μικρό μου μυαλό.

μικρούλης, μικρούτσικος

adjective (endearingly small)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh, what a beautiful little puppy!
Αχ, τι όμορφο μικρούλικο (or: μικρούτσικο) σκυλάκι!

ελάχιστα

adverb (almost not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was very shy, and spoke little.
Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλησε ελάχιστα.

όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ

adverb (formal (not very)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I am little inclined to accept such an offer.
Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου.

λιγότερο

adverb (not as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Being young doesn't make her any less qualified for the job.

λιγότερο

adverb (not as much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Even though I disapprove of what you did, that doesn't mean that I love you any less.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

verbal expression (informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I couldn't care less about the tabloid headlines.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

adjective (not so, not as) (ακολουθεί επίθετο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This year's episodes of "Love or Lust" on TV are even less interesting than last year's.

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

adverb (to a smaller degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ λιγότερο

adjective (not nearly so, nowhere near as)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My sister loves meeting new people; she is far less shy than I am.

πολύ λιγότεροι

adjective (not nearly as much)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I watch far less TV than I used to.

με μεγάλη διαφορά

adverb (to a much lesser degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I play guitar far less since taking up the piano.

όλο και λιγότερο

adverb (to a progressively smaller degree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As I get older I like the hot weather less and less every year.

λιγότερος από

adjective (not as many as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have less than ten places available for students.
Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές.

λιγότερος από, μικρότερος από

adjective (not as much or as great as) (για ποσότητες, μέγεθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She ate less than her brother. Five is less than seven.
Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία.

καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό

transitive verb (lessen the shock of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The prime minister was accused of 'doctoring' crime figures to make them less alarming.

όποιος βιάζεται σκοντάφτει

expression (Work carefully to finish faster) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Proofreading requires a lot of careful attention to detail; it's a case of more haste, less speed.

λίγο πολύ

adverb (to a greater or lesser extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have more or less decided to delay going to college for a year.
Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

πολύ λιγότερα

noun (a considerably smaller quantity)

Men have fought wars for much less.

πολύ λιγότερο

adverb (to a lesser degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If I liked her much less I wouldn't like her at all!

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

noun (the same amount or degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Put a single egg, neither more nor less, into the bowl. Her daughter received neither more nor less from her will than her son did.

ούτε πιο... ούτε πιο...

adverb (to the same amount or degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This horse runs neither more nor less quickly than that one.
Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο.

παρόλα αυτά

adverb (however surprising that seems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He came top of his class, no less!

όχι λιγότερο από

pronoun (nothing inferior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τουλάχιστον

adverb (not any less, not to any lesser degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τουλάχιστον

expression (at least)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That year, inflation was no less than 60%, and people saw a dramatic fall in the value of their savings. No less than 150 people entered the contest.
Εκείνο το χρόνο ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον 60% και ο κόσμος είδε δραματική πτώση στην αξία των αποταμιεύσεών του.

το ίδιο

expression (equivalent to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The general said that declaring a no-fly zone would be no less than an act of war.

ακριβώς

noun (an equal amount or degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Put in one pint of oil, no more and no less.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

adverb (equally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dental treatment hurt no more and no less than the last time.

ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος

adjective (exactly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will accept the proper fee, no more and no less.

τίποτα άλλο εκτός από κτ

expression (with noun: only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nothing short of a full apology will mollify him.

εντελώς

expression (with adjective: utterly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His behaviour was nothing short of rude.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του less στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του less

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.