Τι σημαίνει το after στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης after στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του after στο Αγγλικά.
Η λέξη after στο Αγγλικά σημαίνει μετά από, μετά από, μετά από, αφού, πίσω από, πίσω, μετά, μετά, αργότερα, κάτω από, επόμενος, πρυμναίος, πίσω, -, τεχνοτροπία, για, από, για, αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ, ρωτώ για κπ, κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, καταδιώκω, κυνηγώ, ακολουθώ, στοχεύω σε κτ, τη λέω, ακολουθώ, φροντίζω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, προσέχω, κυνηγώ, φροντίζω, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτ, μοιάζω σε κπ, κυνηγάω, κυνηγώ, διψώ για, τρέχω πίσω από κπ, μετά από λίγο, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, παρόλο, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, σε τελική ανάλυση, μετά το κλείσιμο, εκτός ωραρίου, μετά από πολλή σκέψη, μετά από πολλή συζήτηση, μετά το σχολείο, μετά το μάθημα, μετά το σχολείο, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, μετά, ύστερα, έπειτα, μετά, επιπρόσθετος, μετά, μετά το δείπνο, εκτός ωραρίου, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, για μετά τον ήλιο, μετείκασμα, μεταίσθημα, άφτερ πάρτυ, παίρνω το όνομα, κυνηγώ κορίτσια, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, λαχταρώ, καθημερινά, κάθε μέρα, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, τέλος καλό όλα καλά, το όνομά μου συνοδεύεται από τίτλους, για ώρες, κατά κάποιο τρόπο, ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπ, μόλις, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, για πολύ καιρό μετά, με φροντίζουν, φροντίδα, επίβλεψη, θέλω, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο, δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότερα, κάθε μήνα, το χάπι της επόμενης ημέρας, δίνω όνομα, βαφτίζω, λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγο, λίγο μετά, ο ένας μετά τον άλλο, ακολουθώ, έχοντας ως υπόδειγμα, έχοντας ως πρότυπο, αναζητώ, ψάχνω, αμέσως μετά, αμέσως μετά, αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά, λαχταράω, λαχταρώ, λίγο μετά, λίγο μετά, περιζήτητος, η επόμενη ημέρα, η επόμενη ημέρα, τη μέρα μετά από κτ, μεθαύριο, ξανά και ξανά, συνεχώς, κάθε χρόνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης after
μετά απόpreposition (time: later) We can discuss it more after lunch. Μπορούμε να το συζητήσουμε μετά το γεύμα. |
μετά απόpreposition (because of) After all of our advice, he finally changed his mind. Μετά από τις συμβουλές που του δώσαμε, τελικά άλλαξε γνώμη. |
μετά απόpreposition (next in series) (στη σειρά) The letter 'c' comes after the letter 'b'. Το γράμμα «Γ» είναι μετά από το γράμμα «Β». |
αφούconjunction (time: when, if) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) You can watch TV after you've eaten. The fans went home after the match had finished. Μπορείς να δεις τηλεόραση αφού φας. Οι φίλαθλοι πήγαν σπίτια τους αφού τελείωσε ο αγώνας. |
πίσω απόpreposition (position: behind) Could you close the door after you, please? |
πίσω, μετάadverb (behind) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We'll go first and you can follow after. Θα πάμε πρώτοι και μπορείς να μας ακολουθήσεις μετά. |
μετά, αργότεραadverb (informal (time: later) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He walked off in anger but came back two hours after. Έφυγε θυμωμένος αλλά γύρισε δυο ώρες αργότερα. |
κάτω απόpreposition (lower in rank) A lieutenant comes after a captain. Ο υποπλοίαρχος είναι κατώτερος από τον πλοίαρχο. |
επόμενοςadjective (next, later) (αυτός που ακολουθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was wild in his youth but settled down in after years. |
πρυμναίοςadjective (nautical: farther aft) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A gym is located in the after part of the ship. |
πίσωadjective (aeronautics: farther aft) There's a bullet hole in the after part of the plane. |
-preposition (in search of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He went off after another loaf of bread. Έφυγε για να βρει άλλη μια φραντζόλα ψωμί. |
τεχνοτροπίαpreposition (in the style of) (στην τέχνη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Painting by Smith, after Monet. |
γιαpreposition (asking about) (για ερώτηση) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) She was asking after your mother. What should I tell her? |
απόpreposition (named for) (για όνομα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Judith is named after her grandmother. Η Τζούντιθ πήρε το όνομα από τη γιαγιά της. |
γιαpreposition (in accord with) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Now there's a man after my own heart! Αυτός είναι άντρας του γούστου μου! |
αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ(informal (search for [sth], [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm after a new service provider; which one would you recommend? |
ρωτώ για κπphrasal verb, transitive, inseparable (enquire about health of: [sb]) I ran into your old friends Vicki and Peter yesterday, and they asked after you. Συνάντησα τυχαία τους παλιούς σου φίλους, τη Βίκυ και τον Πίτερ, χτες και με ρώτησαν για σένα. |
κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσωphrasal verb, transitive, inseparable (pursue [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police chased after the burglar and caught him in my neighbour's garden. Η αστυνομία κυνήγησε τον διαρρήκτη και τον έπιασε στον κήπο της γειτόνισσάς μου. |
ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρεςphrasal verb, transitive, inseparable (seek [sth] unrealistic) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John is rather homely, but he's always chasing after the pretty girls. Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια. |
καταδιώκω, κυνηγώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (pursue, chase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police came after the robbers in a patrol car. |
ακολουθώphrasal verb, transitive, inseparable (follow in sequence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στοχεύω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (pursue) Mark is now going after a Master's degree in science. Τώρα ο Μαρκ στοχεύει να πάρει Μάστερ. |
τη λέωphrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (attack verbally) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He really decided to go after him when he saw him flirting with his wife. Όντως αποφάσισε να του την πει όταν τον είδε να φλερτάρει με τη γυναίκα του. |
ακολουθώphrasal verb, transitive, inseparable (be next, follow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In the alphabet, the letter B goes after the letter A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
φροντίζω, προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (child: be guardian) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Who will look after the children while we're away? Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε; |
φροντίζω, προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (pet, plant: tend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you look after my fish while I'm away? Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω; |
νοιάζομαι, ενδιαφέρομαιphrasal verb, transitive, inseparable (UK (concern yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's looking after his own interests, as usual. Ως συνήθως, ασχολείται με τα δικά του ενδιαφέροντα. |
προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (manage, run) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Could you look after the shop for ten minutes while I run a few errands? Μπορείς να προσέχεις το μαγαζί για 10 λεπτά όσο θα κάνω μερικές εξωτερικές δουλειές; |
κυνηγώphrasal verb, transitive, inseparable (chase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My dog loves to run after a ball. Ο σκύλος μου τρελαίνεται να κυνηγάει μπάλες. |
φροντίζωphrasal verb, transitive, inseparable (US (look after, take care of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ, ψάχνω, γυρεύωphrasal verb, transitive, inseparable (search for, try to find) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (begin chasing [sb/sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοιάζω σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (informal (parent: resemble) Many people say that Maria takes after her grandmother. Sam really takes after his father. Πολλοί λένε ότι η Μαρία μοιάζει με τη γιαγιά της. |
κυνηγάω, κυνηγώphrasal verb, transitive, inseparable (US (chase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boys took after the dog when it ran off with their ball. Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους. |
διψώ γιαphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (desire keenly) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Humanity has thirsted after knowledge since the dawn of time. |
τρέχω πίσω από κπphrasal verb, transitive, inseparable (clear up mess made by: [sb] else) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετά από λίγοadverb (some time later) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At first he felt no pain. After a while, his arm began to ache. Στην αρχή δεν ένιωσε πόνο. Μετά από λίγο το χέρι του άρχισε να πονάει. |
εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικάadverb (ultimately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) After all, nobody but the patient has the right to refuse the treatment. Εν τέλει κανείς άλλος εκτός από τον ασθενή δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία. |
παρόλοadverb (despite that) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tina is feeling better now, so she can come with us after all. |
εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικάadverb (explanatory: because) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm definitely going to the concert - they are my favourite band after all. Θα πάω οπωσδήποτε στη συναυλία. Στο κάτω-κάτω είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα. |
σε τελική ανάλυσηexpression (ultimately) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After all is said and done, the decision to have a baby is a personal one. |
μετά το κλείσιμοadverb (after official closing time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pubs aren't allowed to sell alcohol after hours. |
εκτός ωραρίουadverb (law: outside of business time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μετά από πολλή σκέψηadverb (having considered [sth] carefully) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετά από πολλή συζήτησηadverb (having discussed [sth] at length) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετά το σχολείοadverb (when school day is over) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The teacher made Kyle stay after school to finish his homework. |
μετά το μάθημα, μετά το σχολείοadjective (extra-curricular) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Drama is a popular after-school activity at my school. Η θεατρολογία συνιστά μια δημοφιλή δραστηριότητα για μετά το μάθημα στο σχολείο μου. |
μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημαexpression (after a while) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) After some time, the architect delivered the plans for our new house. |
μετάadverb (then, next) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) We went to see a film, and after that had a meal in an Italian restaurant. Πήγαμε να δούμε μια ταινία και μετά γευματίσαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο. |
ύστερα, έπειτα, μετάexpression (afterwards) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He had no knowledge of the robbery until after the fact. |
επιπρόσθετοςexpression (added after concluded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Conditions added to a contract after the fact are invalid unless both parties agree to them. |
μετάconjunction (and following this) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He took his morning shower, after which he dressed and began to prepare breakfast. |
μετά το δείπνοadjective (speech, etc.: following dinner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός ωραρίουadjective (law: outside of business time) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εξυπηρέτηση μετά την πώλησηnoun (customer care: repair, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
για μετά τον ήλιοadjective (for use after sun exposure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετείκασμα, μεταίσθημαnoun (impression left on the retina) (ιατρική: οπτική εντύπωση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άφτερ πάρτυnoun (party following another event) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παίρνω το όνομαtransitive verb (be given the same name as) (κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was named after my mother's best friend. I was named after my dad's favorite cousin. Πήρα το όνομα του καλύτερου φίλου της μητέρας μου. Πήρα το όνομα του αγαπημένου εξάδελφου του πατέρα μου. |
κυνηγώ κορίτσιαverbal expression (informal (try to seduce young women) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron seems to spend most of his time chasing after girls. |
ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργάnoun (figurative, informal (acting too late) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted. |
λαχταρώ(desire, long for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After years in an office job, Erika found herself craving after an opportunity to work outdoors. |
καθημερινά, κάθε μέραadverb (every day) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm sick of doing the same thing day after day. |
ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ(yearn for [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Micah has been hankering after a blueberry bagel all day. |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραadverb (fairytale ending) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cinderella married her Prince Charming and they both lived happily ever after. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
τέλος καλό όλα καλάadverb (happy outcome) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The lost cat was found in the attic and the family lived happily ever after. |
το όνομά μου συνοδεύεται από τίτλουςverbal expression (have a qualification: MSc., etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για ώρεςadverb (continuously for many hours) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police studied hour after hour of CCTV footage in order to identify the thieves. |
κατά κάποιο τρόποadverb (so to speak, sort of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπ(formal (ask for news of [sb]) Kate inquired after Ben's sister when she saw him at the store. |
μόλιςpreposition (immediately following) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Just after she'd finished her speech, she collapsed from exhaustion. |
η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωήnoun (afterlife) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
για πολύ καιρό μετάpreposition (for a long time following) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The feeling of good times lingered on in the house long after the party was over. |
με φροντίζουνadjective (cared for, tended) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φροντίδα, επίβλεψηnoun (UK, informal (care) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέλω, ποθώ(desire sexually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don Juan lusted after every woman he saw. |
λαχταρώ, ποθώ(figurative (want) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania is lusting after a new smartphone. |
φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο(base on [sth] else) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This amphitheatre was modelled on the Colosseum in Rome. |
δευτερόλεπτα μετάpreposition (seconds following) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Moments after the lightening struck, our power went out. |
δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότεραadverb (seconds later) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The lightning struck and, moments after, the lights went out. |
κάθε μήναadverb (every month) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Month after month I have to pay so many bills. |
το χάπι της επόμενης ημέρας(emergency contraceptive) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δίνω όνομα, βαφτίζω(give the same name as) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'd like to name the baby after my mother if it's a girl. Θα θέλαμε να δώσουμε στο μωρό το όνομα της μητέρας μου, αν είναι κορίτσι. |
λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγοadverb (a short time later) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίγο μετάpreposition (a short time following) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο ένας μετά τον άλλοadverb (one at a time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I couldn't believe it! He sat there and ate ten habanero peppers, one after the other! |
ακολουθώtransitive verb (model, base: on [sth]) (μόδα, ρεύμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This design is patterned after the latest Paris fashions. Αυτό το σχέδιο ακολουθεί την τελευταία μόδα στο Παρίσι. |
έχοντας ως υπόδειγμα, έχοντας ως πρότυποadjective (copied, based on [sth]) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The airplane was patterned after the bird. |
αναζητώ, ψάχνω(formal (seek, search) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The legend tells of how King Arthur's knights quested for the Holy Grail. Ο μύθος περιγράφει πώς οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου αναζητούσαν (or: έψαχναν) το Άγιο Δισκοπότηρο. |
αμέσως μετάconjunction (at once when) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The ambulance came right after the police arrived. We saw it right after he did. Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία. |
αμέσως μετάpreposition (immediately following) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We set off right after breakfast. Right after the wedding, the couple flew off to Jamaica for their honeymoon. Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό. |
αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετάpreposition (just following) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Shortly after the Second World War, the Labour government in Britain set about establishing the welfare state. |
λαχταράω, λαχταρώintransitive verb (pine, yearn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel is still sighing after that promotion. |
λίγο μετάadverb (a short while later) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I was born at 3pm; my twin brother followed soon after. Γεννήθηκα στις 3 μ.μ.· ο δίδυμος αδερφός μου ακολούθησε λίγο μετά. |
λίγο μετάpreposition (just following) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The team fired their manager soon after losing the game. Η ομάδα απέλυσε τον προπονητή της λίγο μετά την ήττα στον αγώνα. |
περιζήτητοςadjective (desired, desirable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This area is one of the most sought-after locations in the city. |
η επόμενη ημέραnoun (next day, following day) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We can stay out as late as we like on my birthday; the day after is a Sunday. |
η επόμενη ημέραexpression (on the following day) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I ate so much at supper that the day after, I felt quite ill. |
τη μέρα μετά από κτexpression (on the day following: an event) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They went on honeymoon the day after the wedding. |
μεθαύριοadverb (2 days from now) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Don't worry, the meeting isn't until the day after tomorrow. |
ξανά και ξανάexpression (repeatedly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνεχώςadverb (continously; without interruption) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We hear the same complaints year after year. Ακούμε τα ίδια παράπονα συνεχώς. |
κάθε χρόνοadverb (every year) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His Christmas parties seem to fail year after year. Year after year I say I'll quit smoking and I never do. Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του after στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του after
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.