Τι σημαίνει το called στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης called στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του called στο Αγγλικά.

Η λέξη called στο Αγγλικά σημαίνει που τον λένε, ονομάζομαι, λέγομαι, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, φωνάζω, καλώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, τηλέφωνο, ζήτηση, φωνή, βγάζω, λέω, σήμα, έκκληση, κλήση, κλήση, κάλεσμα, ουρλιαχτό, σφυρίχτρα, κουδούνι, λόγος, κάνω call, κάνω κόλ, δήλωση, απόφαση, δικαίωμα αγοράς, ειδοποίηση, απόφαση, επιλογή, επίσκεψη, περνάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κόλ, καλώ, καλώ, φωνάζω, καλώ, ξυπνάω, δίνω, παρασέρνω, γίνομαι απαιτητός, αποκαλώ, θεωρώ, συγκαλώ, καλώ, ορίζω, λήγω, λέω, ζητάω να δω, τα βλέπω, δηλώνω, καλώ, επιβάλλεται, δεν είναι πρέπων, με μαλώνουν, που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι, ας πούμε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης called

που τον λένε

adjective (named)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary has made a new friend; a little girl called Abigail.
Η Μαίρη έκανε μια νέα φίλη, ένα κοριτσάκι που το λένε Άμπιγκεϊλ.

ονομάζομαι, λέγομαι

(be named)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My brothers are called Paul, David and Brian.
Τα αδέρφια μου λέγονται (or: ονομάζονται) Πωλ, Ντέιβιντ και Μπράιαν.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

transitive verb (telephone) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll call you tomorrow to see how you are.
Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι.

φωνάζω

transitive verb (yell for [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim, your mom's calling you.
Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου.

φωνάζω

transitive verb (shout) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He called the names on the list and we wrote them down.
Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε.

καλώ

transitive verb (send for, summon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Call the next candidate, please.
Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

intransitive verb (telephone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't want to write you can always call.
Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις.

φωνάζω

intransitive verb (shout, cry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wade was so loud that I could hear him calling even from far away.

τηλέφωνο

noun (communication by phone) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I received a call from my bank manager today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις.

ζήτηση

noun (informative (demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's little call for typewriter repair these days.
Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα.

φωνή

noun (shout)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They heard a call outside the window.
Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο.

βγάζω, λέω

transitive verb (often passive (name) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The baby's due in three weeks but we don't know what to call her.
Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε.

σήμα

noun (signal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joanna's call told us she was ready to go.

έκκληση

noun (appeal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The principal's call for action followed a number of problems at the school.
Μετά τα πρόσφατα προβλήματα στο σχολείο ακολούθησε η έκκληση του διευθυντή για λήψη μέτρων.

κλήση

noun (religion: vocation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He felt the call to the priesthood after his visit to Lourdes.

κλήση

noun (summons)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He received a call to appear before the High Court.

κάλεσμα

noun (bird sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can hear the call of an owl from my bedroom.

ουρλιαχτό

noun (animal sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The call of a wolf made him sit up in his tent.

σφυρίχτρα

noun (instrument for hunting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He blew his duck call and didn't have to wait long before one appeared.

κουδούνι

noun (theatre: rehearsal notice) (θέατρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She only arrived fifteen minutes before the call time.

λόγος

noun (need)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There's no call for tears. It was only a joke.

κάνω call

noun (cards: demand to show hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I made a call, and the other players had to reveal their cards.

κάνω κόλ

noun (poker: equal a bet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made a call with an average hand but ended up winning the pot.

δήλωση

noun (bridge: bid or pass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Are you going to bid? It's your call.

απόφαση

noun (sports: umpire's judgment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player disagreed with the umpire's call.

δικαίωμα αγοράς

noun (finance: right to purchase)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Buying calls is a popular strategy for investors.

ειδοποίηση

noun (finance: demand for payment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is your final call for payment.

απόφαση, επιλογή

noun (informal (judgement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Canceling the event was a good call, given the weather.

επίσκεψη

noun (visit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The receptionist said I couldn't talk to the doctor right then, because she was out on a call.

περνάω

intransitive verb (visit) (μεταφορικά: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll call tomorrow morning on the way to work.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

intransitive verb (demand a card)

It's my turn and I'm going to call.

κάνω κόλ

intransitive verb (poker: equal a bet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you want to call or raise?

καλώ

intransitive verb (bird, animal: make sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is that an owl calling?

καλώ

intransitive verb (make a request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They called upon her to find a solution to their problems.

φωνάζω

(yell to get [sb]'s attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve called to his wife to come and help him.

καλώ

transitive verb (summon to religious vocation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
God called him to the priesthood.
Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας.

ξυπνάω

transitive verb (awaken)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Would you like to be called in the morning?
Θα ήθελες να σε ξυπνήσουμε το πρωί;

δίνω

transitive verb (proclaim) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The umpire called the ball out.

παρασέρνω

transitive verb (hunting: lure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He called the grouse into the open.

γίνομαι απαιτητός

transitive verb (demand payment)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The debt could be called at any moment.
Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή.

αποκαλώ

transitive verb (label)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How dare you call me a cheat!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή!

θεωρώ

transitive verb (informal (consider) (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I call it a scandal.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

συγκαλώ

transitive verb (convene)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They've called a meeting for tomorrow morning.

καλώ

transitive verb (attract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sea was calling him.

ορίζω

transitive verb (order into effect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Union leaders called an end to the strike after two weeks.

λήγω

transitive verb (sports: end due to conditions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The game was called due to the rain.

λέω

transitive verb (informal (estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's call it three miles from here to there.
Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί.

ζητάω να δω

transitive verb (cards: demand to see a hand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the third round, anyone may call the hand.

τα βλέπω

transitive verb (poker: equal a bet) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll call your ten and raise you ten.

δηλώνω

transitive verb (informal (forecast correctly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In American pool, you have to call your shot before you play it.

καλώ

verbal expression (being required elsewhere) (κάποιον να πάει κάπου αλλού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλεται

verbal expression (necessary or appropriate)

When the bleeding did not stop, a trip to the hospital was called for.

δεν είναι πρέπων

verbal expression (be inappropriate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your comment about your neighbor's wife was not called for.

με μαλώνουν

verbal expression (informal (be challenged: for [sth] said, done) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι

adverb (named this)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solar energy is a clean form of electricity, so called because we gather it from the sun.
Η ηλιακή ενέργεια είναι μια καθαρή μορφή ηλεκτρισμού που ονομάζεται έτσι γιατί την συλλέγουμε από τον ήλιο.

ας πούμε

adjective (supposedly) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This so called teacher has no skills at all!
Αυτός ο «ας πούμε» καθηγητής είναι τελείως ανίκανος!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του called στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του called

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.