Τι σημαίνει το economic στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης economic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του economic στο Αγγλικά.

Η λέξη economic στο Αγγλικά σημαίνει οικονομικός, οικονομικός, οικονομικά, οικονομικά, οικονομική ανάλυση, κύκλος οικονομικής δραστηριότητας, oικονομική αναταραχή, οικονομική ανάπτυξη, οικονομικός μετανάστης, οικονομική μετανάστρια, οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση, οικονομική αυτάρκεια, ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, κοινωνικοοικονομικός, κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης economic

οικονομικός

adjective (of the economy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The government promised their economic policies would lower the national debt.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε πως οι οικονομικές πολιτικές της θα μείωναν το δημόσιο χρέος.

οικονομικός

adjective (of economics)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have to think about the economic considerations of going ahead with this project; can we afford it?
Πρέπει να σκεφτούμε τις οικονομικές παραμέτρους για να προχωρήσουμε μ' αυτό το έργο· διαθέτουμε τα μέσα;

οικονομικά

plural noun (financial considerations)

The boss liked the idea, but the economics didn't work, so he decided not to go ahead with the project.
Άρεσε η ιδέα στο αφεντικό, αλλά τα νούμερα δεν έβγαιναν, έτσι αποφάσισε να μην προχωρήσει με το πρότζεκτ.

οικονομικά

noun (subject: trade and finance) (σπουδές, μάθημα)

Ruth is studying economics at university.
Η Ρουθ σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο.

οικονομική ανάλυση

noun (cost vs. benefit, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This report sets out the results of the economic analysis.

κύκλος οικονομικής δραστηριότητας

noun (rise and fall of economy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Governments have not been able to overcome the economic cycle of boom and bust.

oικονομική αναταραχή

noun ([sth] that affects the economy)

οικονομική ανάπτυξη

noun (production increase, development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The world's economic growth is currently sluggish.

οικονομικός μετανάστης, οικονομική μετανάστρια

noun (person: seeks work abroad)

Economic migrants move abroad to escape poverty and improve their financial condition.

οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση

noun (country's total production)

οικονομική αυτάρκεια

noun (nation, community: can support self)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΕΟΚ

noun (historical, initialism (European Economic Community) (σντμ: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The EEC was established in 1957 to integrate European economies.

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

noun (historical (economic alliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη

noun (worldwide financial development)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικοοικονομικός

adjective (of society and economics)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Despite their socioeconomic differences, the two are best friends.

κοινωνικοοικονομική κατάσταση

noun (social and economic class or position)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του economic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του economic

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.