Τι σημαίνει το park στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης park στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του park στο Αγγλικά.
Η λέξη park στο Αγγλικά σημαίνει πάρκο, παρκάρω, παρκάρω, γήπεδο, στάδιο, δρυμός, πάρκο, παρκάρω, λούνα πάρκ, λούνα πάρκ, βιομηχανικό πάρκο, Σέντραλ Παρκ, διπλοπαρκάρω, πάρκο άγριων ζώων, βιομηχανική ζώνη, έκταση με γκαζόν, εθνικός δρυμός, παρκάρω παράλληλα, παγκάκι, δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, πάρκινγκ, δημόσιο πάρκο, ζωολογικός κήπος όπου τα ζώα τριγυρνούν ελεύθερα και το κοινό περνά με το αυτοκίνητο, πάρκο για σκέιτμπορντ, εθνικό πάρκο, θεματικό πάρκο, οικισμός με τροχόσπιτα, water park, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης park
πάρκοnoun (recreational land) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a park with some swings and a field a few blocks from home. Υπάρχει ένα πάρκο με κούνιες μερικά τετράγωνα πιο πέρα. |
παρκάρωtransitive verb (place: a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She parked the car and got out. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και βγήκε. |
παρκάρωintransitive verb (place a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She parked and got out of the car. Πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο. |
γήπεδο, στάδιοnoun (US (sports stadium) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The baseball slugger hit the ball out of the park. |
δρυμόςnoun (preserve) (εθνικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Grand Canyon is one of our largest national parks. |
πάρκοnoun (UK (land around country house) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Duke went for a walk around the park. |
παρκάρωtransitive verb (slang, figurative (place, deposit: [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He parked his backside in the armchair and fell asleep. |
λούνα πάρκnoun (UK (funfair) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I went to the amusement park with my family last summer. Το περασμένο καλοκαίρι πήγα στο λούνα παρκ με την οικογένειά μου. |
λούνα πάρκnoun (US (park with rides, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The roller coaster was his favorite amusement park ride. Το τρενάκι ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι στο λούνα παρκ. |
βιομηχανικό πάρκοnoun (industrial or commercial area) (βιομηχανίες, βιοτεχνίες) |
Σέντραλ Παρκnoun (public space in New York City) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) Central Park is the most visited city park in the US. |
διπλοπαρκάρωintransitive verb (car: park parallel) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The parking spaces were all taken, so I had to double-park. |
πάρκο άγριων ζώων(wildlife reserve) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βιομηχανική ζώνηnoun (business district) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a warehouse located in the industrial park. We plan to build our factory in the industrial park outside the city. Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
έκταση με γκαζόνnoun (area of mown grass) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εθνικός δρυμόςnoun (protected natural area) |
παρκάρω παράλληλαintransitive verb (park along curb in line with other vehicles) |
παγκάκιnoun (long seat in park) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Two old ladies were sitting on a park bench. |
δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόληςnoun (bus service from town outskirts) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόληςadjective (relating to bus service) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάρκινγκnoun (vehicle parking area) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Those high-school kids like to hang out in the parking lot and drink beer. Σε αυτά τα λυκειόπαιδα αρέσει να αράζουν στο πάρκινγκ και να πίνουν μπύρες. |
δημόσιο πάρκοnoun (recreational area of grassland) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You shouldn't litter in a public park. The city planners insisted that some land be set aside for public parks. Δεν πρέπει να ρίχνετε σκουπίδια στο δημόσιο πάρκο. Οι πολεοδόμοι απαίτησαν να τεθεί στην άκρη λίγη γη για δημόσια πάρκα. |
ζωολογικός κήπος όπου τα ζώα τριγυρνούν ελεύθερα και το κοινό περνά με το αυτοκίνητοnoun (parklike zoo) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάρκο για σκέιτμπορντnoun (area for skateboarding) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every afternoon they go to the skate park to practise their skateboarding. |
εθνικό πάρκοnoun (protected green space) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θεματικό πάρκοnoun (fairground) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Walt Disney Company operates theme parks in the US, France, Japan, and China. Η εταιρεία Γουόλτ Ντίσνεϋ έχει θεματικά πάρκα σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ιαπωνία και Κίνα. |
οικισμός με τροχόσπιταnoun (mobile home site) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Due to the light weight of trailers, tornadoes often cause the most damage in trailer parks. |
water parknoun (aquatic leisure venue) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The water park features slides, rafting, and a giant wave pool. |
πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώωνnoun (animal reserve) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του park στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του park
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.