Τι σημαίνει το strain στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης strain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strain στο Αγγλικά.
Η λέξη strain στο Αγγλικά σημαίνει καταπόνηση, ένταση, πίεση, θλάση, πίεση, ένταση, στέλεχος, ζορίζομαι, τραβάω, τραβώ, κομμάτι, υπερφόρτωση, είδος, παραµόρφωση, ήχος, μοχθώ, κοπιάζω, φτάνω στα άκρα, φθείρομαι, κουράζω, παθαίνω θλάση, φτάνω στα όρια, σουρώνω, στραγγίζω, τεντώνω, λυγίζω υπό την πίεση, επιβάρυνω, κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραυματισμός λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραβάω το λουρί, περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι, μηκυνσιόμετρο, ρυθμός παραμόρφωσης, λάστιχο διέλευσης, στέλεχος ιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης strain
καταπόνησηnoun (physical effort) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The strain of lifting too many boxes was too much for him. Η καταπόνηση από το σήκωμα πολλών κιβωτίων τον εξάντλησε. |
ένταση, πίεσηnoun (figurative (stress, pressure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The strain of working too many hours really affected him. Η ένταση (or: πίεση) από τις τόσες ώρες δουλειάς τον έχει επηρεάσει έντονα. |
θλάσηnoun (muscular injury) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The player was out with a muscle strain. Ο παίκτης βγήκε από το παιχνίδι με θλάση μυός. |
πίεσηnoun (fatiguing pressure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The foundation of the building crumbled under the strain. Τα θεμέλια του κτιρίου κατέρρευσαν από την πίεση. |
έντασηnoun (figurative (tension) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You could note a strain between the two of them. Η ένταση μεταξύ των δύο ήταν εμφανής. |
στέλεχοςnoun (variant: of virus, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many people did not have immunity to this new strain of flu. Πολλοί δεν είχαν ανοσία σε αυτό το νέο στέλεχος της γρίπης. |
ζορίζομαιintransitive verb (make strenuous physical effort) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The men strained with all their might, but the piano wouldn't budge. Οι άντρες ζορίστηκαν προσπαθώντας να σηκώσουν το πιάνο. |
τραβάω, τραβώ(pull with force) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The animal strained against the rope. Το ζώο τραβούσε το σχοινί. |
κομμάτιnoun (often plural (music: piece, section) (μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We heard a strain of Mahler's 5th as we walked by the open window. |
υπερφόρτωσηnoun (severe demand on resources) (υπολογιστές, δίκτυα κλπ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The strain on the server was caused by the many hits the site received that day. |
είδοςnoun (animal: breed, stock) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The farmer is raising a new strain of cattle. |
παραµόρφωσηnoun (mechanics: deformation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What is the equation that defines strain? |
ήχοςplural noun (sound: of music) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We could hear the distant strains of a guitar. |
μοχθώ, κοπιάζωverbal expression (strive forcefully) (να κάνω κάτι, για να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He really strained to make it work. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει. |
φτάνω στα άκραtransitive verb (figurative (stretch) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lavish spending strained his finances to the limit. |
φθείρομαιtransitive verb (figurative, often passive (deform under pressure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The way they acted, it was obvious that their relationship was strained. |
κουράζωtransitive verb (exert) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He had to strain his eyes to see something so far away. |
παθαίνω θλάσηtransitive verb (muscle: stretch or tear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The football player strained a muscle. Ο ποδοσφαιριστής έπαθε θλάση. |
φτάνω στα όριαtransitive verb (figurative (stretch to a limit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her childishness strained my patience. |
σουρώνω, στραγγίζωtransitive verb (filter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You need to strain the rice before you cook it. |
τεντώνωtransitive verb (draw tight) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bulge of his stomach strained his waistband. |
λυγίζω υπό την πίεσηverbal expression (figurative (give in to stress) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβάρυνωverbal expression (subject to stress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησηςnoun (uncountable (pain, etc., caused by repeated movements) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραυματισμός λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησηςnoun (initialism (repetitive strain injury) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραβάω το λουρίverbal expression (dog: pull against lead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The dog was so determined to chase the cat, it was straining at the leash. |
περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαιverbal expression (figurative (person: be eager for action) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Isabel is excited about her new job; she is straining at the leash to get started. |
μηκυνσιόμετροnoun (geology, mechanical) (αλλαγή μήκους) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρυθμός παραμόρφωσηςnoun (engineering: change in strain over time) (μηχανική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λάστιχο διέλευσηςnoun (engineering: wire, cable) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) These cord grips provide strain relief for cords on plugs. |
στέλεχος ιούnoun (variant of a virus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του strain
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.