Τι σημαίνει το noble στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης noble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noble στο Αγγλικά.

Η λέξη noble στο Αγγλικά σημαίνει ευγενής, ευγενής, αριστοκράτης, ευγενής, υψηλός, ευγενής, ευγενής πράξη, ευγενής καταγωγή, αριστοκρατική οικογένεια, ευγενές αέριο, αδρανές αέριο, ευγενής άγριος, ευγενής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης noble

ευγενής

adjective (person: honourable) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was noble of you to give up your seat at the table.
Ήταν ευγενές εκ μέρους σας να προσφέρετε τη θέση σας στο τραπέζι.

ευγενής, αριστοκράτης

noun ([sb] with hereditary title) (κάποιος με κληρονομικό τίτλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dinner was attended by nobles and royalty.
Στο δείπνο παρέστησαν ευγενείς και μέλη της βασιλικής οικογένειας.

ευγενής, υψηλός

adjective (thought: lofty) (ιδέα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has some very noble ideas, none of which is practical.
Έχει κάποιες πολύ ευγενείς ιδέες, αλλά καμία δεν είναι λειτουργική.

ευγενής

adjective (gas: inert) (αέριο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Noble gases don't form compounds readily.
Τα ευγενή αέρια δεν σχηματίζουν εύκολα χημικές ενώσεις.

ευγενής πράξη

noun (selfless, honourable action)

ευγενής καταγωγή

noun (being born into upper-class family)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was of noble birth but you would never have guessed it from the company he kept.

αριστοκρατική οικογένεια

noun (aristocratic background)

ευγενές αέριο, αδρανές αέριο

noun (chemical element)

Helium is a noble gas and is often used to inflate balloons.

ευγενής άγριος

noun (archaic (primitive indigenous person) (λογοτεχνία, πολιτισμικές σπουδές)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Many important political writers of the 18th century were influenced by the myth of the "noble savage.".
Ο μύθος του «ευγενούς άγριου» επηρέασε πολλούς σημαντικούς πολιτικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.

ευγενής

adjective (morally admirable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.