Τι σημαίνει το nombre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nombre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nombre στο Γαλλικά.

Η λέξη nombre στο Γαλλικά σημαίνει αριθμός, αριθμός, αριθμός, αριθμητικός, απολογισμός, αριθμός, ανέρχομαι σε, μετράω, σύνολο ατόμων, πολλαπλότητα, αρκετοί, τακτικό αριθμητικό, επισκέπτες, ορδές, μετατρέπω σε ρητό αριθμό, αρκετοί, πάρα πολλοί, που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, με γωνίες, όλοι μαζί, ακέραιος αριθμός, δεκαδικός, αριθμός σειρών, πλήθος, αφαιρετέος, αριθμός λέξεων, δυαδικός αριθμός, αριθμός των νεκρών, μιγαδικός αριθμός, φόρος αίματος, υπερβολικός αριθμός, περιορισμένη ποσότητα, φανταστικός αριθμός, μεγάλο ποσό, περιορισμένος αριθμός, αριθμητική σειρά, μονός αριθμός, τακτικό αριθμητικό, χωρητικότητα επιβατών, τέλειος αριθμός, πρώτος αριθμός, πραγµατικός αριθµός, ακέραιος αριθμός, ζυγός αριθμός, αριθμός λέξεων, αριθμός από το 13 έως το 19, απόλυτο αριθμητικό, προσθετέος, μικτός αριθμός, ρητός αριθμός, διαδικτυακή κίνηση, αριθμός προβολών, μεγάλος αριθμός θυμάτων, -πλάσια, μειώνομαι, συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπ, μειώνω τα στρατεύματα, συγκεκριμένος αριθμός, -μερής, με πλευρές, αριθμημένος με κτ, -εδρικός, σε πλήρη σύνθεση, αριθμός μελών, επάρκεια, χωρητικότητα, πλήθος, αριθμός υποθέσεων, κατηγορίας, κλάσης, αριθμός επιβατών, καραβιά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πεπερασμένος αριθμός, μεγάλος αριθμός, μονός αριθμός, μήνυμα μαζικής αποστολής, απόλυτο αριθμητικό, φανταστικός, δυαδικό σύστημα, ψήγμα, με... κεφάλια, αριθμός προβλητών, πρώτος αριθμός, σύνθετος αριθμός, συμμετοχή, αναλογία καθηγητών-μαθητών, άρρητος αριθμός, συζυγής μιγαδικός αριθμός, οι πολλοί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nombre

αριθμός

nom masculin (Mathématiques)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tu as obtenu quel nombre au premier problème de l'interro ?
Ποιον αριθμό βρήκες στο πρώτο πρόβλημα του τεστ;

αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le nombre de personnes présentes dans la salle dépassait les cent.
Ο αριθμός των ατόμων μέσα στο δωμάτιο ήταν μεγαλύτερος από εκατό.

αριθμός

nom masculin (Grammaire) (ενικός, πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dans de nombreuses langues, les verbes et les noms s'accordent en genre et en nombre.
Σε πολλές γλώσσες, ο αριθμός του ρήματος και του ουσιαστικού πρέπει να συμφωνεί.

αριθμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απολογισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les autorités font encore le bilan des inondations.
Οι αρχές ακόμα κάνουν τον απολογισμό των πλημμυρών.

αριθμός

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu as fini ? Quel est le total ?

ανέρχομαι σε

(nombre)

Le nombre de papillons ici s'élève à un millier.
Οι πεταλούδες εδώ είναι πάνω από χίλιες.

μετράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'estime le nombre de bonbons à plus de cinq cents. J'ai raison ?
Βρήκα τις καραμέλες πάνω από πεντακόσιες. Έπεσα μέσα;

σύνολο ατόμων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολλαπλότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρκετοί

adjectif (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a enfreint les règles plusieurs fois.
Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές.

τακτικό αριθμητικό

επισκέπτες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ορδές

(figuré : personnes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Κόσμος έρχονταν σε ορδές για να δει τον ροκ σταρ.

μετατρέπω σε ρητό αριθμό

(Maths)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρκετοί

(πάντα πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'attendais pas beaucoup de participants mais un bon nombre de personnes sont venus en fait.

πάρα πολλοί

préposition

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il existe un très grand nombre de fromages en France.

που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με γωνίες

(cube,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλοι μαζί

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακέραιος αριθμός

nom masculin (Mathématiques) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les nombres entiers n'incluent pas les nombres décimaux ou les fractions.

δεκαδικός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αριθμός σειρών

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλήθος

(μεγάλη ποσότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφαιρετέος

(μαθηματικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αριθμός λέξεων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυαδικός αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αριθμός των νεκρών

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après le tremblement de terre, le nombre de victimes s'élevait à plusieurs milliers.

μιγαδικός αριθμός

nom masculin

φόρος αίματος

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ο απολογισμός των θυμάτων του σεισμού αυξάνεται γρήγορα καθώς εντοπίζονται περισσότερες σοροί.

υπερβολικός αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιορισμένη ποσότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φανταστικός αριθμός

nom masculin (Mathématiques) (μαθηματικά)

Un nombre complexe dont la partie réelle est nulle est un nombre imaginaire pur.

μεγάλο ποσό

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιορισμένος αριθμός

nom masculin

αριθμητική σειρά

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μονός αριθμός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τακτικό αριθμητικό

nom masculin

Dans la séquence des nombres ordinaux, sept correspond à septième, et 12 à 12e.

χωρητικότητα επιβατών

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέλειος αριθμός

nom masculin (Maths)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le premier des nombres parfaits est le 6.

πρώτος αριθμός

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les nombres premiers inférieurs à dix sont : 2, 3, 5 et 7.

πραγµατικός αριθµός

nom masculin

Sept est un nombre réel, ainsi que trois quarts.

ακέραιος αριθμός

(Maths)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζυγός αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les nombres pairs sont divisibles par deux.

αριθμός λέξεων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Indiquez le nombre de mots en bas de votre rédaction.

αριθμός από το 13 έως το 19

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απόλυτο αριθμητικό

nom masculin

προσθετέος

nom masculin (Mathématiques) (αριθμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικτός αριθμός

nom masculin (Mathématiques)

ρητός αριθμός

nom masculin

διαδικτυακή κίνηση

(Internet)

αριθμός προβολών

nom masculin (Internet)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μεγάλος αριθμός θυμάτων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-πλάσια

(πολλαπλασιασμός)

Par exemple : par trois

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les attaques ont diminué en nombre et en intensité.

συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπ

(proposition de loi, motion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αντιπολίτευση πλειοψήφησε έναντι της κυβέρνησης και συνεπώς δεν ψηφίστηκε το νομοσχέδιο.

μειώνω τα στρατεύματα

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée réduira graduellement le nombre de troupes dans les régions en guerre cette année.

συγκεκριμένος αριθμός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un restaurant n'a qu'un certain nombre de tables à un moment donné.
Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή.

-μερής

(discussion)

με πλευρές

locution adjectivale (Géométrie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμημένος με κτ

-εδρικός

locution adjectivale

σε πλήρη σύνθεση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ses amis sont venus le soutenir en nombre pour sa course.

αριθμός μελών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο αριθμός των μελών της λέσχης αυξανόταν.

επάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le nombre de passagers dans le bus était de cent.
Η συνολική χωρητικότητα του λεωφορείου είναι 100 άτομα.

πλήθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a une multitude d'options disponibles.

αριθμός υποθέσεων

nom masculin (νομικών, ιατρικών κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le nombre croissant de dossiers traités par l'avocat le poussa à envisager l'embauche d'un assistant.

κατηγορίας, κλάσης

locution adjectivale (προηγείται επίθετο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αριθμός επιβατών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καραβιά

nom masculin (επιβάτες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

πεπερασμένος αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλος αριθμός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est toujours difficile de multiplier des grands nombres ensemble dans sa tête.

μονός αριθμός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μήνυμα μαζικής αποστολής

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτο αριθμητικό

nom masculin (Maths) (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Est-ce que trois est un nombre cardinal ?

φανταστικός

nom masculin (Mathématiques) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυαδικό σύστημα

nom masculin

ψήγμα

(avec indénombrable) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a avait un petit peu de boue sur le mur.

με... κεφάλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμός προβλητών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πρώτος αριθμός

nom masculin (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les nombres premiers ne peuvent être divisés que par eux-mêmes et un.
Οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και το 1.

σύνθετος αριθμός

nom masculin (Maths)

συμμετοχή

(σε εκλογές, ψηφοφορία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le taux de participation au scrutin est moins élevé que l'année dernière.

αναλογία καθηγητών-μαθητών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άρρητος αριθμός

nom masculin (Maths)

συζυγής μιγαδικός αριθμός

nom masculin (Maths)

οι πολλοί

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nombre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του nombre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.