Τι σημαίνει το onda στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης onda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του onda στο ισπανικά.

Η λέξη onda στο ισπανικά σημαίνει κύμα, κυματομορφή, ειρμός των σκέψεων, κύματα, κύμα, κυματάκι, ενέργεια, αύρα, μη ενημερωμένος, απογοήτευση, εντάξει, κουλ, Τι κάνεις;, πώς είσαι, πως πάει;, γεια, γεια σου, Γεια, πώς πάει;, μήκος κύματος, εγκεφαλικό κύμα, βραχέα κύματα, ξέσπασμα κακοκαιρίας, αρνητική στάση,αντιμετώπιση, αλυσιδωτή αντίδραση, σεισμική δόνηση, ωστικό κύμα, καλό παιδί, κυματοδηγός, συνάρτηση κύματος, είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου, γουστάρω, έχω στυλ, φιλικός, κρίμα, των βραχέων κυμάτων, ενημερωμένος για κτ, ταιριάζω, ταιριάζω με κπ, ραδιοκύμα, ημιτονοειδής συνάρτηση, Τι λέει;, ωστικό κύμα, ηχητικό κύμα, βαρυτικό κύμα, κάνω μετάδοση με βραχέα κύματα, μεταδίδω κτ με βραχέα κύματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης onda

κύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El contador indicaba una onda sinusoidal.

κυματομορφή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειρμός των σκέψεων

nombre femenino (CL, coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύματα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El cabello de Bethan caía por su espalda en ondas.

κύμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυματάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Simon se sentó en la orilla a mirar las olas pequeñas en la superficie del lago.
Ο Σάιμον κάθισε στην ακτή, κοιτάζοντας τους κυματισμούς στην επιφάνεια της λίμνης.

ενέργεια, αύρα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella me transmite una onda muy extraña. No creo que yo le guste mucho.
Μου μεταδίδει μια περίεργη ενέργεια (or: αύρα). Δεν νομίζω ότι με συμπαθεί και πολύ.

μη ενημερωμένος

(AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απογοήτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εντάξει

(ανεπίσημο)

Ella es amable, pero su hermana es mucho más simpática.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

κουλ

locución adjetiva

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Τι κάνεις;

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
—¿Cómo te va? —Bien, ¿y tú?

πώς είσαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hola Phil, ¿cómo estás? Qué bueno verte de nuevo.

πως πάει;

(AR) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεια, γεια σου

(saludo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Qué tal, Janis, cómo has estado?

Γεια, πώς πάει;

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μήκος κύματος

(φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El color de un objeto depende de la longitud de onda de la luz que dispersa.

εγκεφαλικό κύμα

locución nominal femenina

Las ondas cerebrales llevan los mensajes por nuestros cuerpos.

βραχέα κύματα

locución nominal femenina

Una onda corta es un tipo de ondas de radio.

ξέσπασμα κακοκαιρίας

(MX)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνητική στάση,αντιμετώπιση

Michael entró al examen con una actitud negativa, y obviamente le fue mal.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγε στο διαγώνισμα με αρνητική στάση και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τα πήγε καλά. Είχε αρνητική στάση και έτσι δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να δουλεύεις μαζί της.

αλυσιδωτή αντίδραση

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando una persona aplaude y todo el resto se une puedes ver una onda expansiva en acción.
Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων.

σεισμική δόνηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωστικό κύμα

καλό παιδί

(καθομιλουμένη)

Conocí a Juan en la fiesta el fin de semana pasado. Es un tipo buena onda.

κυματοδηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνάρτηση κύματος

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este tipo de libros es exactamente mi onda. La física de partículas no es mi onda.

γουστάρω

interjección (MX, coloquial) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Qué buena onda! ¡Esa música tiene/esta en onda!

έχω στυλ

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

φιλικός

locución nominal femenina (informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está en buena onda con su ex esposa.

κρίμα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿No entraste a Oxford? ¡Qué lata!
Δεν μπήκες στην Οξφόρδη; Κρίμα!

των βραχέων κυμάτων

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las radios de onda corta se utilizan en las comunicaciones navales y aéreas.

ενημερωμένος για κτ

locución adverbial (estar)

No te preocupes, Stacy está en la onda de la situación.
Μην ανησυχείς, η Στέισι είναι ενήμερη για την κατάσταση.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Solo he visto a su hermana un par de veces, pero nos caímos bien.
Έχω δει την αδερφή του μόνο κανά δυο φορές αλλά ταιριάξαμε πολύ.

ταιριάζω με κπ

Shawn conectó inmediatamente con su nuevo cuñado.
Ο Σων ταίριαξε αμέσως με τον νέο του γαμπρό.

ραδιοκύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημιτονοειδής συνάρτηση

locución nominal femenina

Τι λέει;

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωστικό κύμα

La gente pudo sentir la onda expansiva a una milla de distancia del centro de la explosión.

ηχητικό κύμα

βαρυτικό κύμα

κάνω μετάδοση με βραχέα κύματα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταδίδω κτ με βραχέα κύματα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του onda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.