Τι σημαίνει το aire στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aire στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aire στο ισπανικά.

Η λέξη aire στο ισπανικά σημαίνει αέρας, αέρας, αίσθηση, νότα, αέρας, αέρας, αεροπλάνο, κλιματιστικό, ιδιοσυγκρασία, ανάσα, βηματισμός, μορφή, όψη, βηματισμός, ίχνος, μεταδίδομαι, βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, αέρος-εδάφους, με εμφανείς ρίζες, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, ψηλά, σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζερα, σοβαρά, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, κλιματισμός, δροσίζω, πετάω, πετώ, έξω, στοχαστικότητα, σκεπτικότητα, το βάζω στα πόδια, τρέχω, ακάλυπτος, γυμνός, που αιωρείται, ανάσα, έχει, δείχνει, παίζει, πατροναριστικά, διαρκώ, παίρνω μια βαθιά ανάσα, καταστρέφω, αερομεταφερόμενος, υπαίθριος, με ρεύματα, που κάνει ρεύμα, φυσιολάτρης, κλιματιζόμενος, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, χωρίς ανάσα, λαχανιασμένος, εξώπλατος, λαχανιασμένος, γεμάτος με αέρα, στην ύπαιθρο, έξω, στον αέρα, έξω, εξωτερικά, στον αέρα, στον αέρα, εναερίως, εν πτήσει, στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, που επίκειται, πανηγύρι, παζάρι, χρόνος μετάδοσης, ώρα μετάδοσης, διάρκεια μετάδοσης, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, αεροβόλο, εγκατάσταση θέρμανσης, ανοδικό ρεύμα αέρα, κλιματιστικό, κλιματιστικό, φίλτρο αέρος, ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλαγή παραστάσεων, λαχάνιασμα, κλιματιστικό, ρεύμα αέρα, διαρροή αέρος, κενό αέρα, ρεύμα, αεροβόλο, βαλβίδα αέρος, αναπνοή, ανάσα, πεπιεσμένος αέρας, αποκύημα της φαντασίας, καθαρός αέρας, αέρας αλλαγής, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, θερμός αέρας, τζάμπ μπολ, τζάμπολ, ρεύμα αέρα, σε ανοιχτό χώρο, έξω, ανοιχτό θέατρο, υπαίθρια δραστηριότητα, καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, ανοιχτό θέατρο, χίμαιρα, ουτοπία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aire

αέρας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pareciera como si el mago se hubiera esfumado en el aire ante sus ojos.
Ο μάγος φαινόταν να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια τους.

αέρας

nombre masculino (ατμόσφαιρα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El aire en el bar estaba lleno de humo.
Ο αέρας στο μπαρ ήταν πνιγηρός από τον καπνό.

αίσθηση, νότα

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su partida dio un aire de tristeza a la reunión.
Η αποχώρησή του άφησε μια νότα θλίψης στη συγκέντρωσή τους.

αέρας

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella tiene aire de española, pero en realidad es inglesa.

αέρας

nombre masculino (figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El traje nuevo le dio a Phil un aire de confianza.

αεροπλάνο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En los años veinte, la gente empezó a cruzar el océano por aire.

κλιματιστικό

(μηχάνημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo un poco de calor, así que voy a encender el aire acondicionado.
Ζεσταίνομαι λίγο, γι' αυτό θα ανοίξω τον κλιματισμό.

ιδιοσυγκρασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene un aire arrogante y eso no me gusta nada.

ανάσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando le pegaron así de fuerte al futbolista, le sacaron todo el aire.
Μετά το δυνατό χτύπημα, του ποδοσφαιριστή του κόπηκε η ανάσα.

βηματισμός

nombre masculino (forma de marchar de caballos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un caballo tiene cuatro aires: paso, trote, medio galope y galope.

μορφή, όψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La barba de Larry le da el aspecto de un leñador.
Η γενειάδα του Λάρρυ τον έκανε να μοιάζει με ξυλοκόπο.

βηματισμός

(caballo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La jinete presionó suavemente con las pantorrillas para cambiar el paso del caballo de trote a medio galope.
Η αναβάτισσα πίεσε ελαφρά τις γάμπες τις για να αλλάξει τον βηματισμό του αλόγου από περπάτημα σε καλπασμό.

ίχνος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Antes de darnos cuenta de que el director Simon había mentido en su currículum, no había ni un soplo de sospecha acerca de sus certificados.

μεταδίδομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La entrevista con el presidente saldrá al aire este lunes.

βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο

adjetivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Meteor es un misil aire-aire de largo alcance guiado por radar con radio de acción más allá del horizonte.

βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά

adjetivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Como armas aire-tierra, este avión lleva una gran variedad de bombas convencionales e incluso algunos dispositivos nucleares.

αέρος-εδάφους

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με εμφανείς ρίζες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el medio del escudo se muestra un roble arrancado.

εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El niño sostuvo la cometa arriba y corrió hasta que este remontó.

σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fiona sacudió su cabeza tristemente y dijo "yo no quiero ir".

σοβαρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Una vez que tomes una decisión, no puedes echarte atrás", dijo el mago solemnemente.

στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Como el tiempo estaba tan agradable decidimos cenar afuera.

κλιματισμός

(aire acondicionado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δροσίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El avión despegó suavemente.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε ομαλά.

έξω

(όχι σε κτήριο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es estupendo estar fuera en un cálido día de primavera.

στοχαστικότητα, σκεπτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Ha salido ya el rey de su contemplación, o aún se niega a recibir visitas?

το βάζω στα πόδια, τρέχω

(AR, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos a tener que meterle si queremos llegar al autobús de las 2.

ακάλυπτος, γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel llevaba un vestido veraniego, pero por la noche refrescó, así que se cubrió los hombros descubiertos con un chal.
Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι.

που αιωρείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las hojas flotantes cayeron lentamente al suelo.
Τα αιωρούμενα φύλλα έπεσαν αργά στο έδαφος.

ανάσα

(μεταφορικά: παίρνω μια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se detuvo para recobrar el aliento y luego comenzó a correr.
Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και μετά ξανάρχισε το τρέξιμο.

έχει, δείχνει, παίζει

(televisión) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando tu programa favorito.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

πατροναριστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Joseph le dio una palmada en la espalda condescendientemente a su compañero.

διαρκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El programa dura dos años.

παίρνω μια βαθιά ανάσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peleando contra su pánico escénico, el actor cerró los ojos y respiró antes de su escena.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αερομεταφερόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Se cree que un virus transportado por el aire está afectando el ganado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα.

υπαίθριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με ρεύματα, που κάνει ρεύμα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσιολάτρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλιματιζόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
En el hotel nos dijeron que por unos dólares más podríamos ocupar una habitación con aire acondicionado.

στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta ropa fue secada al aire porque no hizo sol.

στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un aparato que seca con aire caliente es el secador de pelo.

χωρίς ανάσα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de correr todo el sendero estaba falto de aire y casi no podía hablar.

λαχανιασμένος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es anciano estaba descompuesto, se llevaba la mano al pecho y parecía faltarle el aire.

εξώπλατος

locución adjetiva (vestido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαχανιασμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γεμάτος με αέρα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην ύπαιθρο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Anoche dormimos al aire libre y ni siquiera usamos una carpa.
Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή.

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Qué haces aquí? ¡Deberías estar al aire libre en un día tan lindo!
Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!

στον αέρα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Silencio! Estamos en el aire (or: al aire) y todo el mundo puede escucharte toser.

έξω, εξωτερικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando sonó el timbre, los niños se fueron al aire libre, al patio de la escuela. Desde que me trasladé a España, paso al aire libre casi todo mi tiempo.
Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω.

στον αέρα

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Podemos pasar Navidad en París o en Roma, nuestros planes todavía están en el aire.

στον αέρα, εναερίως, εν πτήσει

locución adverbial (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La comida siempre sabe más rico al aire libre.

η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που επίκειται

locución adverbial (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Está claro que una elección está en el aire.

πανηγύρι, παζάρι

locución nominal femenina (υπαίθρια γιορτή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fiesta al aire libre tuvo que pasarse adentro cuando amenazó la lluvia.

χρόνος μετάδοσης, ώρα μετάδοσης, διάρκεια μετάδοσης

(τηλεόραση, ραδιόφωνο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποπνικτική ατμόσφαιρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los dos hombres atravesaron el aire viciado del bar de cigarros.

ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αεροβόλο

(όπλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εγκατάσταση θέρμανσης

(θέρμανση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοδικό ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los pájaros planeaban en una corriente de aire ascendente.

κλιματιστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El aire acondicionado estaba roto así que prendí el ventilador.

κλιματιστικό

nombre masculino (η συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sólo prendo el aire acondicionado los días más calurosos.

φίλτρο αέρος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La próxima vez que hagas el cambio de aceite del auto, hazle cambiar también el filtro de aire.

ατμοσφαιρική ρύπανση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los humos tóxicos de las fábricas han aumentado la contaminación ambiental.

αλλαγή παραστάσεων

expresión (figurado, coloquial) (μεταφορικά: τοποθεσία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La cena de hoy es un cambio de aire respecto de la usual carne con papas.
Το μπουγέλωμα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά τις δουλειές στον κήπο.

λαχάνιασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La falta de aire es el síntoma más característico del asma.

κλιματιστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El técnico vendrá hoy entre la 1 y las 4 para arreglar el aparato de aire acondicionado.

ρεύμα αέρα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ajuste la válvula para regular el flujo de aire, no debe superar los tres litros por minuto.

διαρροή αέρος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La rueda de auxilio debe de tener una fuga de aire, está totalmente desinflada.

κενό αέρα, ρεύμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada pozo de aire que agarrábamos me provocaba un vacío en el estómago.

αεροβόλο

nombre masculino (όπλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El rifle de aire comprimido dispara balines.

βαλβίδα αέρος

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando la presión interna llega a 1,3 atm, la válvula de aire se abre automáticamente.

αναπνοή, ανάσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los paramédicos le dieron oxígeno porque Sara estaba luchando por cada bocanada de aire.

πεπιεσμένος αέρας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποκύημα της φαντασίας

expresión

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Se pasó toda la vida construyendo castillos en el aire. La realidad se encargó de ir derribándoselos uno a uno.

καθαρός αέρας

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αέρας αλλαγής

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El nuevo gerente vino como una bocanada de aire fresco.
Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή.

θερμός αέρας

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τζάμπ μπολ, τζάμπολ

locución nominal masculina (deporte) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mientras los dos jugadores luchaban para ganar posesión del balón, el árbitro dictó un tiro al aire.

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesito salir al jardín porque en esta casa no hay corriente de aire.

σε ανοιχτό χώρο, έξω

locución nominal masculina

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El senderismo en montaña es mi pasatiempo favorito, siempre amé el aire libre.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το φαγητό πάντα έχει καλύτερη γεύση όταν το τρως έξω.

ανοιχτό θέατρο

Están dando obras de Shakespeare en el teatro a cielo abierto este verano.

υπαίθρια δραστηριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi actividad al aire libre favorita es el ciclismo.

καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los cafés al aire libre no son muy populares en los climas cálidos durante el verano.
Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.

ανοιχτό θέατρο

χίμαιρα, ουτοπία

locución nominal masculina plural (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella cree que su libro será un best-seller, pero sólo son castillos en el aire.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aire στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του aire

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.