Τι σημαίνει το corriente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corriente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corriente στο ισπανικά.

Η λέξη corriente στο ισπανικά σημαίνει ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, κρύο, συνήθης, μέσος, κοινός, κοινότυπος, επιδεικτικός, κραυγαλέος, χτυπητός, τροφοδοσία, ρεύμα, απρόσωπος, ρεύμα, ρεύμα, ροή, κοινός, κοινότοπος, κοινός, συνήθης, παλίρροια, διογκούμενο ρεύμα, ευτελής, φτηνός, ασήμαντος, φτηνή, δεύτερη, λαϊκός, άξεστος, άκομψος, συνηθισμένος, κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός, υδάτινη οδός, ψευτοπλουμιστός, ασήμαντος, μέτριος, κοινός, εναλλασσόμενο ρεύμα, συσκευή ηλεκτροδότησης, κανονικός, απλός, μέσος, βύσμα, διαφωτίζω, υπέρταση, τίναγμα, πλωτός, μέτριος, μέσος, κοινός, μέσος, συνήθης, ορμητικός, κοινός, συνήθης, ενάντια στο ρεύμα ποταμού, στο μέσο του ποταμού, στη φορά του ρεύματος, κυρίαρχο ρεύμα, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, καθοδικό ρεύμα, απλός λαός, νερό που κινεί έναν μύλο, πουράκι, ανοδικό ρεύμα αέρα, εναλλασσόμενο ρεύμα, τρεχούμενος λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, κοινός θνητός, κοινή θνητή, αεροχείμαρρος, ηλεκτρικό ρεύμα, ο μέσος άνθρωπος, ρεύμα αέρα, ευρύ κοινό, τρέχουσα αξία, λογαριασμός ταμιευτηρίου, σχολή σκέψης, ρεύμα αέρα, πρίζα, νερό βρύσης, κυκλοφορία του αίματος, το Ρεύμα του Κόλπου, ρεύμα νερού με συνεχή ροή, βελοειδές ρεύμα, συνεχές ρεύμα, υπόγειο ρεύμα, σηκώνω αστεία, πάω ενάντια στο κατεστημένο, μειώνω, ενημερώνω, πληροφορώ, ενημερώνω, ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ, ενήμερος, πληροφορημένος, υπόγειο ρεύμα, ισχυόμετρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corriente

ρεύμα

nombre femenino (ροή νερού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El arroyo era pequeño, pero tenía una corriente fuerte.

ρεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los cables llevan la corriente a las casas del pueblo.

ρεύμα

nombre femenino (μεταφορικά: τάση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Existe una corriente de pensamiento según la cual esto no es un problema.

ρεύμα

(αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una corriente de aire frío entró por la chimenea.
Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα.

κρύο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνήθης, μέσος, κοινός

adjetivo de una sola terminación (αντιπροσωπευτικός, τυπικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe se consideraba a sí mismo sólo un hombre corriente.
Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.

κοινότυπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La composición era corriente y no inspiraba nada.

επιδεικτικός, κραυγαλέος, χτυπητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τροφοδοσία

nombre femenino (electricidad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desconecte la corriente antes de reparar la avería.
Κλείσε την τροφοδοσία του ρεύματος πριν προσπαθήσεις να κάνεις την επισκευή.

ρεύμα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La corriente de la emoción pública cambiaba a medida que aparecían nuevos detalles de la historia.
Το ρεύμα της κοινής γνώμης άλλαζε όσο αποκαλύπτονταν περισσότερες λεπτομέρειες της υπόθεσης.

απρόσωπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los muebles del hotel eran anodinos y corrientes.

ρεύμα

nombre femenino (αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Notas la corriente? Debe haber una ventana abierta por ahí.
Αισθάνεσαι ένα ρεύμα; Κάπου πρέπει να είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο.

ρεύμα

nombre femenino (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El río tiene una corriente fuerte y es peligroso.

ροή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La corriente del molino impulsa la rueda hidráulica.

κοινός, κοινότοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En estos tiempos es común que alguien cuente su vida en un blog.

κοινός, συνήθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλίρροια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marea se llevó al nadador.
Ο κολυμβητής παρασύρθηκε από την παλίρροια.

διογκούμενο ρεύμα

(figurado)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ευτελής, φτηνός

(κακής ποιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este traje barato se abre todo en las costuras.
Αυτό το φτηνιάρικο κοστούμι διαλύεται στις ραφές!

ασήμαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτηνή, δεύτερη

(προσβλ, μτφ: γυναίκα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαϊκός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άξεστος, άκομψος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una conducta tan ordinaria (or: vulgar) se espera de una persona sin educación.
Τέτοια άξεστη συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από κάποιον που δεν έχει καμία παιδεία.

συνηθισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La imagen común del Diablo es la de un hombre con cuernos y un tridente.

κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue un día común. Alice fue al trabajo, cenó y miró televisión; nada raro pasó.
Ήταν ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Η Άλις πήγε στη δουλειά, έφαγε βραδινό και είδε τηλεόραση. Τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη.

υδάτινη οδός

(διαδρομή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψευτοπλουμιστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασήμαντος, μέτριος, κοινός

(όχι κάτι το ιδιαίτερο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εναλλασσόμενο ρεύμα

(sigla, corriente alterna)

Este dispositivo convierte la C.A. en D.C.

συσκευή ηλεκτροδότησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κανονικός, απλός, μέσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un martillo común, no tiene nada de especial.
Ένα κανονικό (or: απλό) σφυρί είναι, τίποτα το ιδιαίτερο.

βύσμα

(electricidad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi adaptador no encaja en los enchufes del hotel.

διαφωτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si estás interesado en este tema, este libro te instruiría.

υπέρταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tormenta causó una sobretensión y dañó la computadora de Mark.
Η καταιγίδα προκάλεσε υπέρταση στο ηλεκτρικό δίκτυο και κατέστρεψε τον υπολογιστή του Μαρκ.

τίναγμα

(figurado) (από ηλεκτροπληξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cable que colgaba del techo le dio una patada a Seth.

πλωτός

locución adjetiva (που επιπλέει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέτριος, μέσος

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La banda abandonó sus tendencias experimentales y adoptó un sonido común y corriente para poder vender más discos.

κοινός, μέσος, συνήθης

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No buscaba nada sofisticado. Sólo quería una casa común y corriente donde pasar el verano tranquilo.

ορμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un arroyo de rápida corriente.

κοινός, συνήθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενάντια στο ρεύμα ποταμού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο μέσο του ποταμού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στη φορά του ρεύματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El río arrastró la rama aguas abajo.

κυρίαρχο ρεύμα

(μεταφορικά)

Tina decidió empezar su propio grupo social porque los hipster ya eran parte de la corriente principal.
Η Τίνα αποφάσισε να φτιάξει τη δική της κοινωνική ομάδα επειδή οι χίπστερ είχαν γίνει της μόδας.

ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθοδικό ρεύμα

(meteorología)

απλός λαός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νερό που κινεί έναν μύλο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πουράκι

(φτηνό πούρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοδικό ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los pájaros planeaban en una corriente de aire ascendente.

εναλλασσόμενο ρεύμα

locución nominal femenina

Se denomina corriente alterna a la corriente eléctrica en la que la magnitud y dirección varían cíclicamente.

τρεχούμενος λογαριασμός

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Casi siempre compramos ahí porque tenemos cuenta corriente.

τρεχούμενος λογαριασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Me gustaría depositar este dinero en mi cuenta corriente.

κοινός θνητός, κοινή θνητή

(μεταφορικά)

Todos los partidos políticos tratan de atraer al ciudadano común.

αεροχείμαρρος

(meteorología) (είδος ανέμου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los patrones climáticos en el norte de Europa podrían cambiar por un cambio en la corriente en chorro.

ηλεκτρικό ρεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο μέσος άνθρωπος

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Podrías explicar tu teoría para que un individuo común y corriente pueda entenderla?

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesito salir al jardín porque en esta casa no hay corriente de aire.

ευρύ κοινό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nos gusta pensar que nuestros famosos no son gente corriente.

τρέχουσα αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογαριασμός ταμιευτηρίου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ingresé la devolución de hacienda en mi cuenta corriente.

σχολή σκέψης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Markham y Fishburn pertenecen a escuelas de pensamiento muy diferentes.

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abrí la ventana y una corriente de aire entró en la habitación.

πρίζα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si tienes un bebé o un niño pequeño en casa es buena idea colocar protectores en todos las tomas de corriente.

νερό βρύσης

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las personas que no tienen agua corriente se ven obligadas a recurrir a pozos para el suministro de agua.

κυκλοφορία του αίματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το Ρεύμα του Κόλπου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Inglaterra tendría temperaturas mucho más bajas de las que tiene de no ser por la Corriente del Golfo, que eleva la temperatura del Atlántico Norte.

ρεύμα νερού με συνεχή ροή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay pocas corrientes perennes, se secan después de la estación de lluvias.

βελοειδές ρεύμα

nombre femenino

Si te atrapa una corriente de resaca, nada lateralmente, paralelo a la costa.

συνεχές ρεύμα

locución nominal femenina

υπόγειο ρεύμα

σηκώνω αστεία

locución verbal (PR) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω ενάντια στο κατεστημένο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω

locución verbal (figurado, reducir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερώνω, πληροφορώ

(κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lamentamos informarle que su cuenta ha sido suspendida.
Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί.

ενημερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενήμερος, πληροφορημένος

locución adverbial (formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Manténganme al corriente de cualquier cambio en el plan.
Κράτα με ενήμερο για κάθε αλλαγή στο σχέδιο.

υπόγειο ρεύμα

(κυριολεκτικά)

ισχυόμετρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corriente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του corriente

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.