Τι σημαίνει το largo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης largo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του largo στο ισπανικά.

Η λέξη largo στο ισπανικά σημαίνει τα παρατάω, εγκαταλείπω, ξεκινώ, αρχίζω, παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, ξεφουρνίζω, αποπέμπω, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, μακρύς, μακροσκελής, εκτενής, μακριούτσικος, αρκετά μακρύς, μακροσκελής, λάργκο, ουστ!, δίνε του!, φύγε, πήγαινε, μεγάλη διάρκεια, λάργκο, μεγάλος, μακριά, μέγεθος, διάρκεια, μία φορά το μήκος της πισίνας, μακρύς, μεγάλος, μακρύς, μακρός, μεγάλος, long, μεγάλος, παρατεταμένος, ουστ! φύγε! ξουτ!, δρόμο, πάρε δρόμο, μήκος, μάκρος, μακροσκελής, μακρύς, μεγάλος, ουστ, ξουτ, κάν' την, δίνε του, λέντο, μακροσκελής, μακρόσυρτος, φλερτάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης largo

τα παρατάω, εγκαταλείπω

verbo transitivo (AR, coloquial) (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ale planea largar el trabajo cuando empiece su máster.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo (AR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo pensado largar explicando a los reclutas lo que pueden esperar durante las siguientes semanas.

παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vas a ese jardín, el dueño va a largarte su perro.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo creer que pusimos 200 pesos para ver este espectáculo malísimo.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tienes el dinero que me debes, así que ¡suéltalo!

ξεφουρνίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para la sorpresa de su madre, él soltó todos los detalles sobre su enfermedad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου ξεφούρνισε το μυστικό για την παράνομη σχέση που διατηρούσε.

αποπέμπω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo botaron a los dos días por inútil.

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stan finalmente soltó la plata que nos debía.

μακρύς

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había una mesa larga en medio de la habitación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι.

μακροσκελής, εκτενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom escribió un largo artículo sobre su trabajo para un periódico local.
Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα.

μακριούτσικος, αρκετά μακρύς

nombre masculino (grande, informal) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi cabello es largo y se enreda fácilmente.

μακροσκελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λάργκο

nombre masculino (música)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ουστ!, δίνε του!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Largo! ¡No quiero volver a verte en mi césped!

φύγε, πήγαινε

(antiguo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μεγάλη διάρκεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάργκο

adjetivo

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεγάλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esa película fue demasiado larga.
Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).

μακριά

adjetivo (απόσταση που διανύθηκε)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella caminó una larga distancia esta mañana, casi diez kilómetros.
Περπάτησε μακριά σήμερα το πρωί, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα.

μέγεθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo largo del libro lo hace una novela difícil de leer.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δυσκολεύτηκα να διαβάσω το μυθιστόρημα, λόγω του μεγάλου μεγέθους του.

διάρκεια

adjetivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La película me gustó pero es un poco larga, dura casi tres horas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες.

μία φορά το μήκος της πισίνας

nombre masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Greg nadó un largo y salió del otro lado de la piscina.

μακρύς, μεγάλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo una larga lista de problemas con la casa.
Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος.

μακρύς

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me gusta llevar el cabello largo.
Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά.

μακρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La palabra "tool" se pronuncia con una "u" larga.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα.

μεγάλος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El día me ha parecido tan largo que no veo la hora de llegar a casa.
Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.

long

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El Pimms se sirve con limonada como trago largo.
Το Pimms σερβίρεται με λεμονάδα σαν long drink.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El presentador del programa de televisión le hizo una entrevista prolongada al escritor.
Η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα.

παρατεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La extendida discusión duró una hora más de lo que debería haber durado.

ουστ! φύγε! ξουτ!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Oye, mapache, fuera! ¡Vete de aquí!

δρόμο, πάρε δρόμο

(φύγε)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μήκος, μάκρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuál es la longitud de esa mesa?
Τι μήκος έχει αυτό το τραπέζι;

μακροσκελής, μακρύς, μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El discurso del catedrático fue tan prolongado que algunos estudiantes se durmieron.
Η ομιλία του καθηγητή ήταν τόσο μακροσκελής που μερικοί φοιτητές αποκοιμήθηκαν.

ουστ, ξουτ

(σε γάτα: φύγε!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡No te frotes contra mis piernas mientras estoy cocinando! ¡Fuera!

κάν' την, δίνε του

(AR, UR) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy ocupado ahora - ¡tómatelas!

λέντο

(ζαργκόν: μουσική)

μακροσκελής, μακρόσυρτος

(μεγάλος, ανιαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El político dio un discurso vacío que no le decía realmente nada a nadie.

φλερτάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry no está siendo amigable, definitivamente está coqueteando.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του largo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του largo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.