Τι σημαίνει το original στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης original στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του original στο ισπανικά.

Η λέξη original στο ισπανικά σημαίνει πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπος, πρωτότυπος, γνήσιος, αυθεντικός, πρωτότυπος, αρχικός, πρώτος, πρωτότυπος, αρχέγονος, πρωτογενής, αντισυμβατικός, αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός, πρωτότυπο, πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, αναζωογονητικός, ανανεωτικός, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, βασικός, αρχικός, με έντονη προσωπικότητα, πρωτότυπος, αρχικός, δημιουργικός, ασυνήθιστος, ανορθόδοξος, αντισυμβατικός, περίτεχνος, καινούριος, νέος, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, καινούριος, διαφορετικός, προβλέψιμος, αναμενόμενος, πρωτότυπα, παράγωγος, απότοκος, δευτερογενής, αμετάφραστος, αντισυμβατικά, πρωτότυπη ιδέα, αρχική κατάσταση, προπατορικό αμάρτημα, αρχική έκδοση, πρωτότυπο, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, πηγή, ξαναμετατρέπω, αμετάφραστος, αρχική έκδοση, επιτόπιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης original

πρωτότυπο

nombre masculino

A veces es difícil distinguir la copia del original.
Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το αντίγραφο από το πρωτότυπο.

πρωτότυπο

nombre masculino

Acabo de leer una novela resumida, pero prefiero el original.
Μόλις διάβασα ένα μυθιστόρημα σε συντομευμένη έκδοση, αλλά προτιμώ το πρωτότυπο.

πρωτότυπο

nombre masculino (modelo)

El retrato le hizo justicia al original.
Το πορτραίτο είναι αντάξιο του πρωτοτύπου.

πρωτότυπος

adjetivo (novedoso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A los editores les gustó la historia porque era original.
Στους εκδότες άρεσε η ιστορία επειδή ήταν πρωτότυπη.

πρωτότυπος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Haz copias del documento original.
Βγάλε αντίγραφα του πρωτότυπου εγγράφου.

γνήσιος, αυθεντικός

adjetivo (auténtico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El experto confirmó que el cuadro era un Picasso original.
Ο ειδικός επιβεβαίωσε πως ο πίνακας ήταν ένας γνήσιος Πικάσσο.

πρωτότυπος

adjetivo (imaginativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trajo una manera de pensar original a ese grupo tan tradicionalista.
Έφερε έναν πρωτότυπο τρόπο σκέψης στην ομάδα που συνεργάζεται χρόνια.

αρχικός, πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los maoríes eran los habitantes originales de Nueva Zelanda.
Οι Μαορί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας.

πρωτότυπος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al haber copiado el argumento, no puede decir que el trabajo es algo original suyo.
Έχοντας αντιγράψει την πλοκή, δεν μπορούσε να ισχυρισθεί πως η ιστορία ήταν δική του δουλειά.

αρχέγονος, πρωτογενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντισυμβατικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο επικεφαλής της ομάδας της ζήτησε να καταθέσει πρωτότυπες ιδέες.

πρωτότυπο

nombre masculino

No te olvides de retirar el original de la fotocopiadora, lo dejaste ahí.

πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης

nombre masculino (όχι αντίγραφο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El original de La Gioconda está en el Louvre.

πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο

nombre masculino (όχι αντίγραφο)

¡Claro que es una reproducción!, el original vale millones.

αναζωογονητικός, ανανεωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nuevo gerente trajo algunas ideas originales a la reunión.
Οι νέοι διευθυντές παρουσίασαν μερικές ανανεωτικές ιδέες στη συνάντηση.

πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο

nombre masculino

Las copias son tan perfectas que no las distingues del original.

βασικός, αρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fuente original de esto problemas es la reticencia al compromiso que muestra Paula.
Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί.

με έντονη προσωπικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un invitado muy original.

πρωτότυπος, αρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La copia original del tratado estaba en una ubicación neutral.

δημιουργικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi maestra de arte es muy creativa y produce piezas muy originales.
Η αγγειοπλαστική είναι πολύ δημιουργική απασχόληση.

ασυνήθιστος, ανορθόδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El humor diferente del comediante no encajaba con el público.

αντισυμβατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περίτεχνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las señoras llevaban gorros y chales elaborados a la fiesta.

καινούριος, νέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su libro ofrecía una nueva perspectiva del caso.

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pintor tiene un estilo muy personal.

καινούριος, διαφορετικός

adjetivo de una sola terminación (ασυνήθιστος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Piña en un emparedado? Bueno, eso es original.
Ανανάς σε σάντουιτς με ζαμπόν; Να κάτι καινούριο (or: διαφορετικό).

προβλέψιμος, αναμενόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todas las películas de Hollywood parecen predecibles últimamente.

πρωτότυπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Interpretó la conocida canción muy originalmente.
Ερμήνευσε το γνωστό τραγούδι πολύ πρωτότυπα.

παράγωγος, απότοκος, δευτερογενής

locución adjetiva (όχι πρωτότυπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los críticos dijeron que su trabajo era poco original y poco interesante.

αμετάφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντισυμβατικά

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos a intentar pensar fuera de la caja.
Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε αντισυμβατικά εδώ πέρα.

πρωτότυπη ιδέα

(irónico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Mirar televisión hoy a la noche? ¡Qué idea original!

αρχική κατάσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tras la remodelación los diseñadores se comprometieron a devolver el terreno a su estado original.

προπατορικό αμάρτημα

nombre masculino (Rel.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aun en nuestros días hay quienes afirman que las relaciones sexuales son el pecado original.

αρχική έκδοση

(idioma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cine proyectó la película en su versión original.

πρωτότυπο

nombre masculino (γραπτό κείμενο)

No es suficiente con una fotocopia, debe traernos el documento original.

γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El idioma original es ruso, pero la obra fue traducida al francés.

πηγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Convendría que pusieras el texto original completo, si no, no te puedo decir si tu traducción es acertada.

ξαναμετατρέπω

locución verbal (αλλάζω ξανά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμετάφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχική έκδοση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prefiero la versión original de esta película.

επιτόπιος

(locución latina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Usan un proceso de extracción in situ para sacar el petróleo de la arena.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του original στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.