Τι σημαίνει το king στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης king στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του king στο Αγγλικά.

Η λέξη king στο Αγγλικά σημαίνει βασιλιάς, βασιλιάς, άρχοντας, βασιλικός, βασιλιάς, βασιλιάς, ρήγας, ορίζω βασιλιά, Κανούτος, Κάβαλιερ Κινγκ Τσαρλς Σπάνιελ, drag king, ντραγκ κινγκ, γ@μημένος, Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου, δικηγόρος παρά τω βασιλέα, δικηγόρος του στέμματος, κέικ για τον εορτασμό των Θεοφανίων, βασιλική κόμπρα, είδος μεγάλου καβουριού, Βίβλος του Βασιλιά Ιακώβου, είδος σκουμπριού του Ατλαντικού Ωκεανού, πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός, βασιλιάς, είδος παιδικού παιχνιδιού, βασιλιάς της ζούγκλας, ο καλύτερος, ο κορυφαίος, είδος πιγκουΐνου, γαρίδα, πολύ μεγάλος, υπέρδιπλο κρεβάτι, πολύ μεγάλος, τα μαλλιά της κεφαλής μου, <div>Βασιλιάς Ληρ</div><div>(<i>ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο</i>: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ.<i> μασέρ, αντικέρ κλπ. </i>Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)</div>, φύλακας των κύκνων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης king

βασιλιάς

noun (sovereign)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Prince Charles will be King of England one day.
Ο Πρίγκηπας Κάρολος μια μέρα θα γίνει Βασιλιάς της Αγγλίας.

βασιλιάς, άρχοντας

noun (outstanding person) (μτφ: εξαιρετικό άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He is known as the king of talk radio.
Είναι γνωστός ως ο βασιλιάς (or: άρχοντας) των ραδιοφωνικών εκπομπών.

βασιλικός

adjective (particularly large) (ζωολογία, μτφ: μεγάλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The king cobra is a very big snake.
Η βασιλική κόμπρα είναι ένα πολύ μεγάλο φίδι.

βασιλιάς

noun (in chess) (σκάκι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His opponent took his king to win the game.
Ο αντίπαλός του του πήρε τον βασιλιά για να κερδίσει το παιχνίδι.

βασιλιάς

noun (in draughts/checkers) (ντάμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had three kings and soon won the checkers game.
Είχε τρεις βασιλιάδες και κέρδισε γρήγορα το παιχνίδι της ντάμας.

ρήγας

noun (in cards) (τράπουλα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The poker player won with a pair of kings.
Ο παίκτης του πόκερ κέρδισε με ένα ζευγάρι ρηγάδες (or: παπάδες).

ορίζω βασιλιά

transitive verb (literary, dated (make king) (δίνω αξίωμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was kinged in 1492.
Ορίστηκε βασιλιάς το 1492.

Κανούτος

noun (historical (medieval Danish king)

Κάβαλιερ Κινγκ Τσαρλς Σπάνιελ

noun (breed of small dog) (ράτσα μικρού σκύλου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Cavalier King Charles spaniel is more popular in the UK than in the US.

drag king, ντραγκ κινγκ

noun (woman: male impersonator)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γ@μημένος

(vulgar, slang (fucking) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I hate you! You're a f***ing jerk! This film's f*cking awful.

Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου

noun (UK, initialism (law: King's Bench)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικηγόρος παρά τω βασιλέα, δικηγόρος του στέμματος

noun (UK, initialism (lawyer's title: King's Counsel)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κέικ για τον εορτασμό των Θεοφανίων

noun (traditional cake containing a trinket)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βασιλική κόμπρα

noun (large venomous snake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The snake charmer kept a king cobra in a basket.

είδος μεγάλου καβουριού

noun (large crustacean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Βίβλος του Βασιλιά Ιακώβου

noun (authorized version of Christian holy book)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The 1611 King James version of the Bible is considered by many Independent Baptists to be the only accurate translation of the Bible.

είδος σκουμπριού του Ατλαντικού Ωκεανού

noun (fish of the Atlantic Ocean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On our last fishing trip we caught a thirty-pound king mackerel.

πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός

noun (figurative (most powerful figure) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He felt like the king of the castle when he finally passed his driving test.

βασιλιάς

noun (US, figurative, informal (successful person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είδος παιδικού παιχνιδιού

noun (children's game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βασιλιάς της ζούγκλας

noun (figurative, incorrect but common (lion) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο καλύτερος, ο κορυφαίος

noun (figurative (person: best at [sth])

Steve has worked long and hard to be king of the mountain.

είδος πιγκουΐνου

noun (large penguin with patches of yellow colouring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
King penguins spend much of the year on the ice incubating their eggs.

γαρίδα

noun (edible crustacean) (μεγάλο μέγεθος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ μεγάλος

adjective (extra large)

Irene bought a box of king-size tissues.

υπέρδιπλο κρεβάτι

noun (extra-large bed)

Every room in the hotel has a king-size bed.

πολύ μεγάλος

adjective (extra large)

τα μαλλιά της κεφαλής μου

noun (large sum) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry paid a king's ransom for that suit.

<div>Βασιλιάς Ληρ</div><div>(<i>ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο</i>: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ.<i> μασέρ, αντικέρ κλπ. </i>Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)</div>

noun (character in Shakespeare play)

φύλακας των κύκνων

noun (UK (cares for monarch's swans)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του king στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του king

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.