Τι σημαίνει το parecido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parecido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parecido στο ισπανικά.

Η λέξη parecido στο ισπανικά σημαίνει μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι, μοιάζω με, φαίνομαι, μοιάζω με, που φαίνεται, που μοιάζει, που δείχνει, φαίνεται, φαίνεται, θυμίζω, φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ, φαίνομαι, φαίνεται ότι, φαίνεται, μοιάζω, φαίνομαι, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, δίνω την εντύπωση, άποψη, φαίνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, αέρας, άποψη, δείχνω, φαίνομαι, μοιάζω, ομοιότητα, ομοιότητα, ομοιότητα, σωσίας, παρόμοιος, ίδιος, ολόιδιος, όμοιος, παρόμοιος, παρόμοιος, ομοιότητα, ομοιότητα, σαν, σαν, συγγενικός, σχετικός, ομοιότητα, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται ότι/πως, προφανώς, κατά πως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα, συμφωνία, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, λαστιχένια υφή, γρήγορη αλλαγή απόφασης, είμαι ατελείωτος, δείχνω γελοίος, δεν αλλάζω γνώμη, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, είναι λογικό, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, φαίνομαι, δείχνω, φαίνεται ότι, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, μιλάω ακατάπαυστα, φαίνομαι καλά, είμαι αταίριαστος, δείχνω γελοίος, φαίνομαι χοντρός, φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα, ωραιοποιώ, δεν φαίνεται, είναι σωστό, φαίνεται, διαψεύδω, κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος, φαίνομαι, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parecido

μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Este sillón parece muy antiguo.

μοιάζω με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Pareces una mujer enamorada!

φαίνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella parece cansada, pero no estoy seguro.
Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου.

μοιάζω με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που φαίνεται, που μοιάζει, που δείχνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los padres de Jodie parecen agradables, pero no hablé mucho con ellos.

φαίνεται

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que es cierto que están de vacaciones.
Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές.

φαίνεται

(ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que he perdido mi paraguas.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

θυμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Empieza a parecer primavera!
Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη!

φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ

(con oración subordinada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parece que Jenny sabe lo que está haciendo.
Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.

φαίνομαι

locución verbal (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parece que la lluvia aminora.
Η βροχή φαίνεται να σταματά.

φαίνεται ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parece que va a llover.
Δείχνει να το πάει για βροχή.

φαίνεται

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
¡Parece que necesitas unas vacaciones!
Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές!

μοιάζω, φαίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La luna parecía muy grande vista por el telescopio. Audrey parece relajada.
Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή.

νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me parece que mejor me corto el cabello pronto.

δίνω την εντύπωση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su actitud me pareció muy extraña.

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi opinión es que la pena de muerte es moralmente incorrecta.
Η άποψή μου είναι ότι η θανατική ποινή είναι ηθικά ανάρμοστη.

φαίνομαι

(AmL)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
James se veía cansado cuando llegó anoche.
Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι κάτι έχει ιδιότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El suelo se sentía húmedo.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.

αέρας

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella tiene aire de española, pero en realidad es inglesa.

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es tu punto de vista con respecto a la situación en África?
Τι άποψη έχεις για την κατάσταση στην Αφρική;

δείχνω, φαίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No conozco mucho a Emilia, pero da la impresión de ser una chica inteligente.
Δεν ξέρω καλά την Έμιλι, αλλά φαίνεται να είναι έξυπνο κορίτσι.

μοιάζω

adjetivo (σχετική ομοιότητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las caras del padre y del hijo son parecidas.
Τα πρόσωπα του πατέρα και του γιου είναι ίδια.

ομοιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El parecido entre Stephanie y su hermana es notable.

ομοιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedo creer el parecido que tienes con mi amiga.

ομοιότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una bailarina de ballet elegante debería adoptar el parecido a un cisne.

σωσίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρόμοιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre estamos de acuerdo: pensamos parecido.
Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης.

όμοιος, παρόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los mellizos son muy parecidos.
Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.

παρόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi vestido favorito está desgastado; espero encontrar uno similar en las rebajas.
Το αγαπημένο μου φόρεμα πάλιωσε, οπότε ελπίζω να βρω κάτι παρόμοιο στις εκπτώσεις.

ομοιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos hablan de la similitud que hay entre nosotros.
Όλοι σχολιάζουν την ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ μας.

ομοιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era muy difícil distinguir a los gemelos debido a su semejanza.

σαν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todos los muchachos quieren encontrar una joven como ella.
Όλα τα αγόρια θέλουν να γνωρίσουν μια τέτοια κοπέλα.

σαν

(similar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era un casco como los que usan en el fútbol americano.
Ήταν ένα κράνος σαν αυτό που φοράνε οι παίκτες του ράγκμπι.

συγγενικός, σχετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ομοιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La comida birmana tiene similitud con la comida tailandesa.

φαίνεται ότι/πως

locución verbal

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que tendremos que cancelar las vacaciones.
Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας.

φαίνεται ότι/πως

locución verbal

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que va a llover.
Αρχίζει να δείχνει ότι θα βρέξει.

προφανώς, κατά πως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συμφωνία

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mis padres no siempre son del mismo parecer en política.

σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al parecer, sus intenciones no eran del todo honestas.

λαστιχένια υφή

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todo estuvo excelente excepto el calamar, que parecía chicle.

γρήγορη αλλαγή απόφασης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo un cambio de idea cuando se descubrieron documentos comprometedores.

είμαι ατελείωτος

(literal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todos creían que la relación de la pareja no terminaría nunca.

δείχνω γελοίος

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Trató de cantar una canción en el bar de karaoke cuando estaba borracho y terminó pareciendo un tonto. Sally pareció una tonta cuando se cayó de las escaleras.

δεν αλλάζω γνώμη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne está totalmente en contra de la idea y no cambiará de opinión.

ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé si será verdad, pero parecía sincera cuando me lo contó.

είναι λογικό

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Alex tenía el arma en la mano. Parece lógico que él haya disparado. Parece lógico que esté cansada, ¡acaba de dar a luz a gemelos!

αλλάζω γνώμη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cambié de parecer y decidí ir a la fiesta después de todo.

αλλάζω γνώμη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella cambió de opinión e invitará a su hermana después de todo.

φαίνομαι, δείχνω

(estado, condición)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las cañerías parecen estar en buen estado. El paciente parece estar en buen estado, con un saludable rubor en las mejillas.
Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα.

φαίνεται ότι

locución conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parece que tu padre está pasando por la crisis de los cuarenta.

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todo parece bien, pero habrá que comprobarlo una vez más, por si acaso.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

μιλάω ακατάπαυστα

locución verbal (CR, coloquial)

φαίνομαι καλά

(salud)

είμαι αταίριαστος

δείχνω γελοίος

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quítate ese esperpento sombrero de la cabeza. ¡Pareces idiota!

φαίνομαι χοντρός

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Con ese vestido parece más gorda de lo que es.

φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esto parece divertido. ¿Me puedo unir?

ωραιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sandy cree que los programas de televisión no deberían hacer parecer atractivo el embarazo en la adolescencia.

δεν φαίνεται

locución verbal

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Roberto lleva una hora de retraso, no parece que vaya a venir.

είναι σωστό

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
No me parece bien tomar su coche sin preguntarle.

φαίνεται

(ότι, πως)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que tú tenías razón, después de todo.
Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά.

διαψεύδω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La saludé pero hizo como si no existiera.
Είπα γεια αλλά με κοίταξε σαν να μην υπήρχα.

φαίνομαι, δείχνω

(con oración subordinada)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Parece que Ken está muy dedicado a su familia.
Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parecido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του parecido

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.