Τι σημαίνει το pared στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pared στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pared στο ισπανικά.

Η λέξη pared στο ισπανικά σημαίνει τοίχος, τοίχος, τοίχος, τοίχωμα, ανυπέρβλητο εμπόδιο, μέτωπο, χτίζω τείχος, ματάκι, χώρισμα, σε δίλημμα, επιτοίχιος, από τον έναν τοίχο ως τον άλλο, απ' άκρη σ' άκρη, από τοίχο σε τοίχο, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, τοίχος από τούβλα, κάθετη πλαγιά, διαχωριστικό τοιχίο, διαχωριστικό τοιχάκι, ρολόι τοίχου, πρίζα, τζαμαρία, μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, κάθετη επιφάνεια βράχου, θωρακικό τοίχωμα, σα να μιλάω σε τοίχο, μοκέτα, χώρισμα, διπλός τοίχος με διάκενο, κυτταρικό τοίχωμα, πέτρινος τοίχος, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, τυφλός τοίχος, πρίζα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pared

τοίχος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Qué quisieras poner en esta pared?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λέω να ρίξω αυτό το ντουβάρι και να ενώσω την κουζίνα με το καθιστικό.

τοίχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En Nueva York hay grafitis en muchas paredes.

τοίχος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las paredes del laberinto eran demasiado altas y el ratón no podía ver por encima de ellas.

τοίχωμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las paredes de su intestino delgado estaban débiles luego de su larga enfermedad.

ανυπέρβλητο εμπόδιο

(figurado)

μέτωπο

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ellos taladraron en la pared de la roca.
Τρύπησαν το μέτωπο του βράχου.

χτίζω τείχος

Los soviéticos levantaron un muro en Berlín Occidental.

ματάκι

(μεταφορικά: στην πόρτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
David espiaba a su hermana a través de una mirilla en la pared.

χώρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las estaciones de trabajo están separadas con tabiques.

σε δίλημμα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba entre la espada y la pared: no sabía si verla o no de nuevo.

επιτοίχιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En ese espacio voy a colgar un reloj de pared.

από τον έναν τοίχο ως τον άλλο, απ' άκρη σ' άκρη, από τοίχο σε τοίχο

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos alfombras de pared a pared en nuestro apartamento.

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τοίχος από τούβλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Winston Churchill, que apilaba ladrillos como un pasatiempo, construyó una pared de ladrillos alrededor de su casa.

κάθετη πλαγιά

Muchos escalaron la pendiente pero él fue el primero en conquistar la pared del acantilado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κάθετη πλαγιά του γκρεμού αποτελεί πρόκληση για τους ορειβάτες.

διαχωριστικό τοιχίο, διαχωριστικό τοιχάκι

nombre femenino

Los vecinos se disputan la pared divisoria que separa sus dos propiedades.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι γείτονες είναι στα μαχαίρια για το χώρισμα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες τους. Η τεράστια βιβλιοθήκη εκτελεί χρέη διαχωριστικού ανάμεσα στο καθιστικό και στην τραπεζαρία.

ρολόι τοίχου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El aula necesita un reloj de pared para que el docente pueda seguir el horario.

πρίζα

locución nominal masculina (Chile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si tienes un bebé o un niño pequeño en casa es buena idea colocar protectores en todos los enchufes mural (or: de pared).

τζαμαρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μοκέτα από τοίχο σε τοίχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάθετη επιφάνεια βράχου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θωρακικό τοίχωμα

locución nominal femenina

σα να μιλάω σε τοίχο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hablar con Esther es como como hablarle a la pared, ni ella ni la pared escuchan.

μοκέτα

locución adjetiva (όλο το χαλί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El suelo estaba cubierto por una alfombra de pared a pared.
Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μια μοκέτα.

χώρισμα

(τοίχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenemos un muro de separación movible que se dobla cuando no se usa.
Έχουμε ένα κινητό χώρισμα που διπλώνεται όταν δε χρησιμοποιείται.

διπλός τοίχος με διάκενο

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κυτταρικό τοίχωμα

locución nominal femenina

πέτρινος τοίχος

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυφλός τοίχος

(arquitectura) (μεταφορικά)

πρίζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pared στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pared

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.