Τι σημαίνει το partager στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης partager στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partager στο Γαλλικά.

Η λέξη partager στο Γαλλικά σημαίνει μοιράζομαι, μοιράζομαι, μοιράζομαι, μοιράζομαι χώρο με κάποιον, κόβω, χωρίζω, μοιράζω, μοιράζω, μοιράζομαι, καταμερίζω, διανέμω, καταμερίζω, κατανέμω, μοιράζω, χωρίζω, μοιράζω, δείχνω, εκφράζω, μοιράζομαι, ρίχνω, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, συμπρωταγωνιστής, συμφωνία, το να μοιράζομαι, κρεβάτι, μοιράζω τη διαφορά, χωρίζω στα δύο, μοιράζομαι το κόστος, ζω με, συγκατοικώ με, κόβω στα δύο, μεγαλώνω από κοινού κπ, συμμετέχω, μοιράζω, διανέμω, μοιράζω σε ίσα μέρη, τρώω, συντρώω, ανταποδίδω, είμαι συναπασχολούμενος, συμπρωταγωνιστώ, μεγαλώνω από κοινού το παιδί, συμφωνώ με κπ, μοιράζομαι κτ με κπ, συμπρωταγωνιστώ με κπ, μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ, μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες, αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου, μοιράζομαι τις έννοιες μου, μοιράζομαι τα προβλήματά μου, μοιράζω, διανέμω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης partager

μοιράζομαι

verbe transitif (utiliser à plusieurs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy et Ron partagent un appartement.
Η Έιμι και ο Ρον συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα.

μοιράζομαι

verbe transitif (prêter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En classe, les enfants devaient partager (or: se partager) les manuels.

μοιράζομαι

verbe intransitif (donner)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les jeunes enfants doivent apprendre à partager.
Τα μικρά παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να μοιράζονται.

μοιράζομαι χώρο με κάποιον

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'y avait pas assez de livres pour tout le monde en classe, alors, on a dû partager.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais partager la pizza en quatre.
Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les garçons ont partagé (or: réparti) l'argent également entre eux.

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily partagea ses biens entre ses enfants.

μοιράζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταμερίζω, διανέμω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταμερίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι ληστές καταμέρισαν τα κέρδη από τη ληστεία πριν διαφύγουν από τη χώρα.

κατανέμω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το κόμμα υποσχέθηκε να φορολογήσει περισσότερο τους πλούσιους και να κατανείμει πιο δίκαια τον πλούτο.

μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω, μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs ont décidé de se diviser le butin en parts égales.
Οι κλέφτες αποφάσισαν να μοιραστούν (or: χωρίσουν) τα χρήματα εξίσου μεταξύ τους.

δείχνω, εκφράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les chiens communiquent leur peur avec leur langage corporel.

μοιράζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout le monde dans le groupe devrait mettre ses ressources en commun.

ρίχνω

verbe transitif (des idées) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'échange l'idée avec mon responsable et je vous rappelle.

μοιράζομαι κτ με κπ/κτ

Kathy partage la maison avec sa sœur.

μοιράζομαι κτ με κπ/κτ

Gary a partagé le jouet avec son frère.

συμπρωταγωνιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Η Κλοντέτ Κόλμπερτ ήταν η συμπρωταγωνίστρια του Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία «Συνέβη Μια Νύχτα».

συμφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes parents ne sont pas toujours en accord sur la politique.

το να μοιράζομαι

verbe transitif

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρεβάτι

locution verbale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils ne partageaient plus le même lit.

μοιράζω τη διαφορά

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons décidé de partager le reste, payant chacun 1,10£ de plus.

χωρίζω στα δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'en ai qu'un mais on va le couper en deux et le partager.
Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε.

μοιράζομαι το κόστος

(au restaurant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand mon copain et moi mangeons au restaurant, chacun paye sa part.

ζω με, συγκατοικώ με

À une époque, j'ai habité avec quelqu'un qui ne faisait jamais la vaisselle.
Κάποτε ζούσα με κάποιον που δεν έπλενε ποτέ τα πιάτα.

κόβω στα δύο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si nous partageons le gâteau en deux, nous en aurons chacun une moitié.

μεγαλώνω από κοινού κπ

(couple séparé)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμμετέχω

(μαζί με κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μοιράζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comment est-ce qu'on va se partager le butin ?

διανέμω, μοιράζω σε ίσα μέρη

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είχαν χαθεί και καθώς η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν η επιβίωσή τους μοίρασαν σε ίσα μέρη το φαγητό και το νερό που είχαν.

τρώω, συντρώω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανταποδίδω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι συναπασχολούμενος

verbe intransitif (au travail)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

συμπρωταγωνιστώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils sont tombés amoureux alors qu'ils partageaient l'affiche d'une comédie romantique.

μεγαλώνω από κοινού το παιδί

(couple séparé)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνώ με κπ

J'ai demandé son avis à Jane et elle a été d'accord avec moi.
Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα.

μοιράζομαι κτ με κπ

locution verbale

συμπρωταγωνιστώ με κπ

μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ

verbe transitif (σε άλλους)

La propriété a été partagée de manière égale entre les quatre enfants.
Η περιουσία μοιράστηκε σε ίσα μέρη ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά.

μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοιράζομαι τις έννοιες μου, μοιράζομαι τα προβλήματά μου

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοιράζω, διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agatha partagea le travail en portions pour que chaque membre de l'équipe ait quelque chose à faire.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partager στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.