Τι σημαίνει το part στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης part στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του part στο Γαλλικά.

Η λέξη part στο Γαλλικά σημαίνει μερίδιο, μέρος, μετοχή, κομμάτι, κομμάτι, μέρος, μερίδιο, αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί, μερίδιο, φέτα, μερίδιο, μερίδιο, μερίδιο, κομμάτι, μερίδιο, μερίδιο, ποσοστό, μερίδιο, μερτικό, μερίδιο, ποσοστό, κατανομή, μερίδα, μίζα, φεύγω, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, φεύγω, φεύγω, αναχωρώ, μετακομίζω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινάω, φεύγω ξαφνικά, ξεκινώ, φεύγω, την κάνω, την κοπανάω, φεύγω, απομακρύνομαι, φεύγω, αποχωρώ, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεπλένομαι, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, αποχωρώ, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, έφυγε, βγαίνω, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, αποσύρομαι, κάτω, μακριά, πωλούμαι, φεύγω, φεύγω, φεύγω, παίρνω μπρος, πάω, την κάνω, αποχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι από μια παρέα, πετάγομαι, κανονικός, κανονικότατος, κάπου αλλού, αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα, επιστροφή, το κόβω με τα πόδια, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, πηγαίνω με κτ, εκφράζω, ανακοινώνω, ξαναεπισκέπτομαι, απομονώνω, στα ίσα, σε ίσα μέρη, εκτός από, το κόβω με τα πόδια, ανατυπώνω, κάρτα για ανακοίνωση κάποιου γεγονότος, μελανιάζω, χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης part

μερίδιο, μέρος

nom féminin (pourcentage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chacun d'entre nous touche une part des bénéfices.
O κάθε ένας από εμάς θα πάρει ένα μερίδιο (or: μέρος) από τα κέρδη.

μετοχή

nom féminin (Finance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chaque employé a des actions de la société.
Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας.

κομμάτι

(de gâteau, tarte, pizza,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ann s'est servi une autre part de gâteau.
Η Αν πήρε ένα ακόμα κομμάτι κέικ.

κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En combien de parts dois-je découper ce gâteau ?
Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ;

μέρος

nom féminin pluriel

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons divisé le dessert en trois parts (or: en trois).
Χωρίσαμε το επιδόρπιο σε τρία μέρη.

μερίδιο

nom féminin (argent, reproches)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand est-ce que j'aurais ma part de l'argent ?

αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί

nom féminin (travail)

Tu dois faire ta part de ménage aussi.
Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα.

μερίδιο

nom féminin (portion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ta part sera d'environ cinq cents livres.

φέτα

(portion) (μακρόστενο κέικ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a coupé le gâteau en dix parts.

μερίδιο

nom féminin (Finance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma part de la compagnie représente presque la moitié des actions.

μερίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'entreprise espère occuper une plus grande part du marché l'année prochaine.

μερίδιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Notre part dans l'organisation est beaucoup moins importante cette année.

κομμάτι

(de gâteau, de pizza) (από κάτι στρογγυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan a servi a chacun de ses invités un café avec une part de gâteau.

μερίδιο

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dans la vie, chacun d'entre nous a sa part de soucis.

μερίδιο

nom féminin (d'une succession)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tous les héritiers recevront leur part d'ici la fin du mois.

ποσοστό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons remporté une plus grande part (or: partie, portion) des votes du peuple hier.

μερίδιο, μερτικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μερίδιο, ποσοστό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατανομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η κατανομή χρηματοδότησης για φιλανθρωπικά προγράμματα είναι ιδιαιτέρως χαμηλότερη φέτος.

μερίδα

(de nourriture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il commande toujours une énorme portion de nouilles et un verre d'eau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα ήθελα μια μεγάλη μερίδα μηλόπιτα.

μίζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Allez, ma chérie, on doit partir.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

verbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand je partirai, je veux que ce soit quand je le veux et comme je le veux.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous sommes levés tôt pour partir avant 7 h.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que John est là ? Non, il est déjà parti.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

αναχωρώ

(train)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le train part toujours à l'heure.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À 18 ans, je suis parti de chez mes parents pour aller vivre en ville.
Μετακόμισα όταν ήμουν 18 χρονών και πήγα να ζήσω στην πόλη.

φεύγω, απομακρύνομαι

verbe intransitif (en voiture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a essuyé une larme quand il est parti.
Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε.

ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons partir à 8 heures si nous voulons arriver à l'heure à la fête.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

φεύγω ξαφνικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

την κάνω, την κοπανάω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω, απομακρύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Plutôt que de se disputer avec moi, il a préféré partir.
Αντί να καυγαδίσει μαζί μου απλά απομακρύνθηκε.

φεύγω, αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est fâché et est parti.
Θύμωσε και έφυγε (or: αποχώρησε).

απομακρύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dû partir parce que sinon, j'aurais fini par les insulter.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry avait hâte de partir seul.
Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του.

ξεκινώ, αρχίζω

(ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

ξεπλένομαι

(saleté,...) (η βρομιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boue part facilement.
Η βρομιά φεύγει εύκολα με το νερό.

βιάζομαι να αποκτήσω κάτι

verbe pronominal (changement de sujet : tickets,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les billets sont tous partis le matin même de leur mise en vente.

αποχωρώ

verbe intransitif (personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim a fait ses sacs et est prêt à partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si l'on te maltraite, tu dois partir.
Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις.

φεύγω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand Sally a perdu son emploi, son mari est parti.
Όταν έχασε την δουλειά η Σάλυ, ο άντρας της την εγκατέλειψε.

φεύγω

(aller en vacances)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oliver a comme projet de partir ce week-end.
Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
« Il est tard », dit Mia à Joe, « tu ferais mieux de partir (or: d'y aller) ».

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

verbe intransitif (για κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a quitté la ferme familiale et est parti dans une grande ville pour trouver du travail.
Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά.

έφυγε

(euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της.

βγαίνω

verbe intransitif (tache,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce rouge à lèvres a une jolie couleur mais il part facilement.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσύρομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la fête, j'ai commencé à ne pas me sentir bien, alors je suis parti.

κάτω

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils sont partis dans le sud pour la semaine.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nicole est partie sans nous dire où elle allait.

πωλούμαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le livre rare partira vite lors de la vente aux enchères.

φεύγω

verbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est parti juste après minuit, avec sa femme à ses côtés.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle est partie sans un mot.

φεύγω

verbe intransitif (transport)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand part le bus ?

παίρνω μπρος

verbe intransitif (machine : démarrer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons eu besoin de mettre quatre fois de l'huile avant que la machine ne parte.
Χρειάστηκε να προσθέσουμε λάδια τέσσερις φορές πριν πάρει μπρος το μηχάνημα.

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu es prêt ? Partons.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

την κάνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu es prêt ? Partons.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les membres du groupe sont partis un par un jusqu'à ce qu'il ne reste que Nelson.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι από μια παρέα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer.
Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται.

κανονικός, κανονικότατος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Συνήθως, χρειάζονται χρόνια για να μετεξελιχθεί πλήρως ο ιός HIV σε κανονικό AIDS. // Ξεκίνησε ως ασήμαντο πολιτικό σκάνδαλο, αλλά πλέον έχει γίνει κανονικότατη συνταγματική κρίση.

κάπου αλλού

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quand ils ont vu le menu, ils ont décidé de déjeuner ailleurs. // Mes clés doivent être ailleurs, vu qu'elles ne sont pas où je les laisse normalement.

αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce film rappelle les westerns des années 50.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(à son point de départ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est gentil de nous inviter, mais nous devons rentrer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

πηγαίνω με κτ

(du vélo, de la moto)

Je fais du vélo tous les jours.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

εκφράζω

(επικοινωνώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a du mal à communiquer ses pensées au reste du groupe.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σας μεταβιβάζω (or: διαβιβάζω) τους χαιρετισμούς του προέδρου.

ανακοινώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À la surprise générale, Naomi a annoncé qu'elle ne viendrait pas au mariage de sa meilleure amie.
Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της.

ξαναεπισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στα ίσα, σε ίσα μέρη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Partagez les bonbons équitablement entre vous cinq.

εκτός από

Il a mangé tous les gâteaux sauf un.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έφαγε όλα τα μπισκότα παρά ένα.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

ανατυπώνω

(un extrait)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάρτα για ανακοίνωση κάποιου γεγονότος

nom masculin invariable (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jimmy et Melinda ont envoyé leurs faire-part dès le lendemain de leurs fiançailles.
Την επομένη του αρραβώνα τους ο Τζίμι και η Μελίντα έστειλαν κάρτες για να ανακοινώσουν το γεγονός.

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis contusionné le genou après être rentré dans une bouche d'incendie.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peux-tu mettre le pain dans un sac séparé ?
Μπορείτε να βάλετε το ψωμί σε χωριστή σακούλα;

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του part στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του part

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.