Τι σημαίνει το diviser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diviser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diviser στο Γαλλικά.

Η λέξη diviser στο Γαλλικά σημαίνει διαιρώ, διχάζω, διαιρώ, διαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, πολώνω, μοιράζω, μοιράζω, διαιρώ, χωρίζω, χωρίζω, διαιρώ, διακλαδώνω, χωρίζω, καταμερίζω, χωρίζω, μοιράζω, διαιρώ, χωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, σπάω, σπάζω, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, διαιρώ, μοιράζω, τεμαχίζω, μοιράζω, διασπώ, διαλύω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω κτ σε κτ, διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ, χωρίζω σε ομάδες, χωρίζω στα δύο, χωρίζω σε κτ, τμηματοποιώ, χωρίζω σε συλλαβές, χωρίζω σε συλλαβές, κόβω στα δύο, απομονώνω, χωρίζω κτ σε κτ, κόβω, χωρίζομαι, ορίζω, καθορίζω, κόβω στα τέσσερα, χωρίζω σε παρατάξεις, μοιράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diviser

διαιρώ

verbe transitif (Mathématiques)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Normalement, on pose la division pour diviser un nombre décimal par un nombre entier.
Συνήθως χρησιμοποιούμε τον αλγόριθμο μακράς διαίρεσης για να διαιρέσουμε ένα δεκαδικό με έναν ακέραιο αριθμό.

διχάζω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les projets de construction d'un supermarché en périphérie de la ville ont divisé l'opinion.
Τα σχέδια για το χτίσιμο ενός σούπερμαρκετ στα προάστια τις πόλης, έχουν διχάσει την κοινή γνώμη.

διαιρώ

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La question de la sécurité alimentaire autour des cultures OGM divise les gens.
Η ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που διχάζει τον κόσμο.

διαιρώ

(Maths) (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce jeu de nombres va aider les enfants à diviser.

χωρίζω, διαχωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'instituteur a demandé aux enfants de diviser les animaux en fonction de ce qu'ils mangeaient.
Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passer la farine au tamis et divisez-la en trois portions égales.
Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.

πολώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαιρώ, χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vote sur la chasse à courre a divisé le parti de l'ordre de 70 à 30.

χωρίζω, διαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'auteur a divisé le livre en trois parties.

διακλαδώνω, χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les gardes forestiers ont divisé la piste de randonnée en bas de la colline.

καταμερίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι ληστές καταμέρισαν τα κέρδη από τη ληστεία πριν διαφύγουν από τη χώρα.

χωρίζω, μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magicien a divisé (or: a séparé) les cartes en trois tas.
Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες.

διαιρώ, χωρίζω

(χώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous n'arrivons pas à décider d'une manière de séparer le terrain.
Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πώς να χωρίζουμε τη γη.

χωρίζω, μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs ont décidé de se diviser le butin en parts égales.
Οι κλέφτες αποφάσισαν να μοιραστούν (or: χωρίσουν) τα χρήματα εξίσου μεταξύ τους.

σπάω, σπάζω

(un légume, un groupe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Coupez l'aubergine en deux, puis mettez-la de côté.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω, χωρίζω, διαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω, τεμαχίζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après la guerre, les vainqueurs ont découpé les nations vaincues en nouvelles régions administratives.

μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασπώ, διαλύω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La question du zonage va déchirer la communauté.

χωρίζω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pays était divisé en deux par le problème.
Η χώρα είχε χωριστεί στα δύο εξ αιτίας αυτού του ζητήματος.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan divisa les sandwiches en paquets séparés pour que chacun porte son propre déjeuner.

χωρίζω κτ σε κτ

Les biologistes divisent les insectes en différents ordres.
Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.

διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ

(Maths)

Douze divisé par six égal deux.
Δώδεκα διά έξι ίσον δύο.

χωρίζω σε ομάδες

(κατηγοριοποιώ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est possible de diviser le monde animal en deux grands groupes : les vertébrés et les invertébrés.

χωρίζω στα δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'en ai qu'un mais on va le couper en deux et le partager.
Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε.

χωρίζω σε κτ

Devant, la route se divise (or: se sépare) en deux : une va vers le nord et l'autre, vers le sud.

τμηματοποιώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω σε συλλαβές

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίζω σε συλλαβές

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω στα δύο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Coupez la pâte en deux et laissez-la reposer dans un endroit chaud.
Κόψε στα δυο τη ζύμη και άστην να φουσκώσει σε ένα ζεστό μέρος.

απομονώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω κτ σε κτ

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais diviser la pizza en quatre parts.
Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια.

χωρίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À l'aéroport, le groupe se séparera (or: se divisera) entre ceux qui vont à Londres et ceux qui vont à Paris.

ορίζω, καθορίζω

verbe transitif (μια ζώνη για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette région est divisé en zones destinées au commerce de détail.

κόβω στα τέσσερα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred divisa le sandwich en quatre et en donna un morceau à chacun des quatre enfants.

χωρίζω σε παρατάξεις

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily partagea ses biens entre ses enfants.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diviser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του diviser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.