Τι σημαίνει το pars στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pars στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pars στο Γαλλικά.

Η λέξη pars στο Γαλλικά σημαίνει πωλούμαι, φεύγω, πηγαίνω, φεύγω, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, φεύγω, φεύγω, αναχωρώ, μετακομίζω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινάω, φεύγω ξαφνικά, ξεκινώ, φεύγω, την κάνω, την κοπανάω, φεύγω, απομακρύνομαι, φεύγω, αποχωρώ, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεπλένομαι, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, αποχωρώ, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, έφυγε, βγαίνω, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, αποσύρομαι, κάτω, μακριά, φεύγω, φεύγω, παίρνω μπρος, πάω, την κάνω, αποχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι από μια παρέα, πετάγομαι, πέταγμα, κάνω, φεύγω από κτ, καίγομαι, πάω κατά διαόλου, φεύγω βιαστικά, ξεγλιστρώ, υποθέτω, εικάζω, ανάβω, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, γίνομαι στάχτη, φεύγω, φεύγω από κτ, κάνω κτ υπερσύνδεσμο, αποτυγχάνω, διώχνω, φεύγω, από, τσεκάρω, ακολουθώ, κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει, σχηματισμένος, από δω και πέρα, -, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από την αρχή, από το μηδέν, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, άνω-κάτω, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, εξ αρχής, την κάνω, τιμή πλειοδοσίας, πρωινό ξεκίνημα, μαριονέτα που φτιάχνεται από κάλτσα, από, από, από μόλις, πηγαίνω σε κτ, από, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, πάω να ψάξω, πάω να βρω, παίρνω άδεια, φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου, έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση, πάω χαμένος, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά, πάω διακοπές, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, παίρνω τα όπλα, υιοθετώ τη στάση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pars

πωλούμαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le livre rare partira vite lors de la vente aux enchères.

φεύγω

verbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est parti juste après minuit, avec sa femme à ses côtés.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu ferais mieux d'y aller. Il est tard.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Allez, ma chérie, on doit partir.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

verbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand je partirai, je veux que ce soit quand je le veux et comme je le veux.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous sommes levés tôt pour partir avant 7 h.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que John est là ? Non, il est déjà parti.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

αναχωρώ

(train)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le train part toujours à l'heure.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À 18 ans, je suis parti de chez mes parents pour aller vivre en ville.
Μετακόμισα όταν ήμουν 18 χρονών και πήγα να ζήσω στην πόλη.

φεύγω, απομακρύνομαι

verbe intransitif (en voiture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a essuyé une larme quand il est parti.
Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε.

ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons partir à 8 heures si nous voulons arriver à l'heure à la fête.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

φεύγω ξαφνικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

την κάνω, την κοπανάω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω, απομακρύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Plutôt que de se disputer avec moi, il a préféré partir.
Αντί να καυγαδίσει μαζί μου απλά απομακρύνθηκε.

φεύγω, αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est fâché et est parti.
Θύμωσε και έφυγε (or: αποχώρησε).

απομακρύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dû partir parce que sinon, j'aurais fini par les insulter.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry avait hâte de partir seul.
Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του.

ξεκινώ, αρχίζω

(ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

ξεπλένομαι

(saleté,...) (η βρομιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boue part facilement.
Η βρομιά φεύγει εύκολα με το νερό.

βιάζομαι να αποκτήσω κάτι

verbe pronominal (changement de sujet : tickets,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les billets sont tous partis le matin même de leur mise en vente.

αποχωρώ

verbe intransitif (personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim a fait ses sacs et est prêt à partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si l'on te maltraite, tu dois partir.
Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις.

φεύγω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand Sally a perdu son emploi, son mari est parti.
Όταν έχασε την δουλειά η Σάλυ, ο άντρας της την εγκατέλειψε.

φεύγω

(aller en vacances)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oliver a comme projet de partir ce week-end.
Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
« Il est tard », dit Mia à Joe, « tu ferais mieux de partir (or: d'y aller) ».

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

verbe intransitif (για κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a quitté la ferme familiale et est parti dans une grande ville pour trouver du travail.
Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά.

έφυγε

(euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της.

βγαίνω

verbe intransitif (tache,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce rouge à lèvres a une jolie couleur mais il part facilement.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσύρομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la fête, j'ai commencé à ne pas me sentir bien, alors je suis parti.

κάτω

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils sont partis dans le sud pour la semaine.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nicole est partie sans nous dire où elle allait.

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle est partie sans un mot.

φεύγω

verbe intransitif (transport)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand part le bus ?

παίρνω μπρος

verbe intransitif (machine : démarrer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons eu besoin de mettre quatre fois de l'huile avant que la machine ne parte.
Χρειάστηκε να προσθέσουμε λάδια τέσσερις φορές πριν πάρει μπρος το μηχάνημα.

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu es prêt ? Partons.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

την κάνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu es prêt ? Partons.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les membres du groupe sont partis un par un jusqu'à ce qu'il ne reste que Nelson.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι από μια παρέα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer.
Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται.

πέταγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω

(des vacances)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons pris nos vacances en Argentine l'année dernière.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

φεύγω από κτ

Lucy a quitté l'entretien en sentant qu'elle avait de bonnes chances de décrocher le travail.

καίγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il regarda, désespéré, sa maison s'embraser.

πάω κατά διαόλου

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω βιαστικά

(familier)

ξεγλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis délibérément assis dans le fond de la salle, près de la porte, afin de pourvoir m'esquiver si la réunion était ennuyeuse.

υποθέτω, εικάζω

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de gens supposent que cravate et poste de cadre sont synonymes.
Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut être patient quand on allume (or: on fait partir) un feu ; ce n'est pas facile au début.
Πρέπει να έχεις υπομονή όταν ανάβεις φωτιά. Δεν είναι εύκολο στην αρχή.

από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι στάχτη

(espoir) (μτφ: όνειρα, ελπίδες)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φεύγω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon propriétaire m'a donné une semaine pour quitter mon appartement.
Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα.

φεύγω από κτ

Je vais quitter cette ville cet après-midi à trois heures.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

κάνω κτ υπερσύνδεσμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυγχάνω

(négociations,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le syndicat a appelé à la grève après que les négociations ont échoué au sujet des retraites.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tante Lydia nous a chassés de la cuisine pendant qu'elle préparait le dîner.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a quitté la ville la semaine dernière. Il ne reste jamais longtemps au même endroit.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il s'est intéressé aux avions dès son plus jeune âge.
Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί.

τσεκάρω

(καθομιλουμένη: ελέγχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont repéré la banque avant le braquage.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχηματισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

από δω και πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dorénavant, vous n'êtes plus les bienvenus chez moi.
Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου.

-

locution verbale (très fam) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Depuis qu'il a commencé à boire, sa vie est partie en couille.
Από όταν άρχισε να πίνει η ζωή του έχει πάρει την κάτω βόλτα.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À partir de maintenant, tu dois m'avertir à chaque fois que tu rentres tard.
Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις.

από την αρχή, από το μηδέν

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όχι, δεν αγόρασα έτοιμη μπεσαμέλ! Την έφτιαξα από το μηδέν μόνη μου.

από εκείνη την στιγμή και μετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle l'embrassa et à partir de cet instant, il sut qu'il l'épouserait un jour.

από εκείνη την στιγμή και μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill fut tellement reconnaissant de l'aide que Jenny lui avait apportée qu'à partir de cet instant, ils devinrent meilleurs amis.
Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À partir de maintenant, j'arrête de fumer dans la maison.

άνω-κάτω

(figuré) (καθομιλουμένη, μτφ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À partir de maintenant, je vais réfléchir avant d'agir.

εξ αρχής

την κάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Désolée,il faut que j'y aille, mon taxi est là.

τιμή πλειοδοσίας

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρωινό ξεκίνημα

verbe intransitif

Je vais me coucher maintenant comme je dois partit tôt demain.

μαριονέτα που φτιάχνεται από κάλτσα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À partir de lundi, le bureau sera fermé.
Το γραφείο θα είναι κλειστό από τη Δευτέρα.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα.

από μόλις

préposition (κατώτατη τιμή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Des chambres sont disponibles à partir de 20 euros seulement par personne et par nuit.
Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά.

πηγαίνω σε κτ

Je m'en vais au travail. À ce soir !
Πηγαίνω στη δουλειά. Θα τα πούμε το βράδυ!

από

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα.

αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης

(σε αγώνα δρόμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα.

πάω να ψάξω, πάω να βρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard est parti à la recherche du chat perdu.

παίρνω άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À dix-sept ans, elle est partie de chez elle pour aller à l'université dans une autre province.

έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Même si cela partait d'une bonne intention, ce que tu as dit était blessant.

πάω χαμένος

(figuré : argent,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beaucoup d'investisseurs ont vu toutes leurs économies partir en fumée.

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le voyant m'a prédit que j'allais bientôt partir en voyage.

αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω διακοπές

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À l'automne prochaine, mon mari et moi allons faire en voyage en Nouvelle-Zélande.

παίρνω τα όπλα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beaucoup de pays préfèrent partir en guerre plutôt que négocier.

υιοθετώ τη στάση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pars στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pars

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.