Τι σημαίνει το partant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης partant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partant στο Γαλλικά.
Η λέξη partant στο Γαλλικά σημαίνει έχω διάθεση, μέσα, είμαι μέσα, φεύγω, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, φεύγω, φεύγω, αναχωρώ, μετακομίζω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινάω, φεύγω ξαφνικά, ξεκινώ, φεύγω, την κάνω, την κοπανάω, φεύγω, απομακρύνομαι, φεύγω, αποχωρώ, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεπλένομαι, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, αποχωρώ, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, έφυγε, βγαίνω, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, αποσύρομαι, κάτω, μακριά, πωλούμαι, φεύγω, φεύγω, φεύγω, παίρνω μπρος, πάω, την κάνω, αποχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι από μια παρέα, πετάγομαι, πέταγμα, κάνω, είσαι μέσα;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης partant
έχω διάθεσηadjectif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Nous allons au café ce soir. Tu es partant ? Θα πάμε στο μπαρ απόψε. Είσαι μέσα; |
μέσαadjectif (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous avons parlé de nos projects à Malcolm et il était partant. |
είμαι μέσα(familier : motivé) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Allez, ma chérie, on doit partir. |
εγκαταλείπω τα εγκόσμιαverbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand je partirai, je veux que ce soit quand je le veux et comme je le veux. Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ. |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous nous sommes levés tôt pour partir avant 7 h. |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que John est là ? Non, il est déjà parti. Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει. |
αναχωρώ(train) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le train part toujours à l'heure. Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του. |
μετακομίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À 18 ans, je suis parti de chez mes parents pour aller vivre en ville. Μετακόμισα όταν ήμουν 18 χρονών και πήγα να ζήσω στην πόλη. |
φεύγω, απομακρύνομαιverbe intransitif (en voiture) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a essuyé une larme quand il est parti. Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε. |
ξεκινάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous devons partir à 8 heures si nous voulons arriver à l'heure à la fête. Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ. |
φεύγω ξαφνικά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps. Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
την κάνω, την κοπανάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω, απομακρύνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Plutôt que de se disputer avec moi, il a préféré partir. Αντί να καυγαδίσει μαζί μου απλά απομακρύνθηκε. |
φεύγω, αποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est fâché et est parti. Θύμωσε και έφυγε (or: αποχώρησε). |
απομακρύνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai dû partir parce que sinon, j'aurais fini par les insulter. Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω. |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Henry avait hâte de partir seul. Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του. |
ξεκινώ, αρχίζω(ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin. Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί. |
ξεπλένομαι(saleté,...) (η βρομιά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La boue part facilement. Η βρομιά φεύγει εύκολα με το νερό. |
βιάζομαι να αποκτήσω κάτιverbe pronominal (changement de sujet : tickets,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les billets sont tous partis le matin même de leur mise en vente. |
αποχωρώverbe intransitif (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tim a fait ses sacs et est prêt à partir. Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει. |
εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si l'on te maltraite, tu dois partir. Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις. |
φεύγωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand Sally a perdu son emploi, son mari est parti. Όταν έχασε την δουλειά η Σάλυ, ο άντρας της την εγκατέλειψε. |
φεύγω(aller en vacances) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oliver a comme projet de partir ce week-end. Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) « Il est tard », dit Mia à Joe, « tu ferais mieux de partir (or: d'y aller) ». |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγωverbe intransitif (για κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a quitté la ferme familiale et est parti dans une grande ville pour trouver du travail. Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά. |
έφυγε(euphémisme : mourir) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της. |
βγαίνωverbe intransitif (tache,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce rouge à lèvres a une jolie couleur mais il part facilement. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκινώ, αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποσύρομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À la fête, j'ai commencé à ne pas me sentir bien, alors je suis parti. |
κάτωverbe intransitif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils sont partis dans le sud pour la semaine. |
μακριά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il s'est enfui se réfugier dans la forêt pour échapper à la police. Elle est partie sans nous dire où elle allait. |
πωλούμαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le livre rare partira vite lors de la vente aux enchères. |
φεύγωverbe intransitif (euphémisme : mourir) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est parti juste après minuit, avec sa femme à ses côtés. |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle est partie sans un mot. |
φεύγωverbe intransitif (transport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand part le bus ? |
παίρνω μπροςverbe intransitif (machine : démarrer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous avons eu besoin de mettre quatre fois de l'huile avant que la machine ne parte. Χρειάστηκε να προσθέσουμε λάδια τέσσερις φορές πριν πάρει μπρος το μηχάνημα. |
πάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu es prêt ? Partons. Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε. |
την κάνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu es prêt ? Partons. |
αποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les membres du groupe sont partis un par un jusqu'à ce qu'il ne reste que Nelson. Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι από μια παρέαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer. Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
πέταγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω(des vacances) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris nos vacances en Argentine l'année dernière. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
είσαι μέσα;(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του partant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.