Τι σημαίνει το parler στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης parler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parler στο Γαλλικά.
Η λέξη parler στο Γαλλικά σημαίνει μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλάω εγώ, φλυαρώ, μιλάω, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, φωνή, ομιλία, διάλεκτος, γλώσσα, τα λέω, συζητάω, συζητώ, μιλάω με κπ, ομιλία, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, μιλιέμαι, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, τραύλισμα, ψεύδισμα, πολυλογάς, γλωσσάς, ειλικρίνεια, ευθύτητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια, μαθαίνω για κτ, μιλώ για κάτι, φλυαρώ, φλυαρώ, φλυαρώ, αναφέρω, αφήνω κπ να ολοκληρώσει, ευθύτητα, γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες, τραυλίζω, ψευδίζω, αυτός καθαυτός, σχετικά με, μιλάω με βροντερή φωνή, αναφέρω, για να μην αναφέρω και, Εύκολο να το λες., για να μην αναφέρω κπ/κτ, ευφράδεια, ευχέρεια, χαμηλός τόνος, εμψυχωτικός λόγος, δημόσια ομιλία, ψιλοκουβέντα, τρόπος έκφρασης, τρόπος έκφρασης, είδος προφορικής άσκησης στο σχολείο, γλωσσολαλιά, ανέβασμα του τόνου, υποστηρίζω, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, μιλάω από μόνος μου, μιλάω ανοιχτά, σα να μιλάω σε τοίχο, πιάνω κουβέντα, μιλάω πιο δυνατά, αρνούμαι να μιλήσω, σκέφτομαι, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, μιλώ πρόστυχα, μιλώ πολύ, ακούω, μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά, μιλώ με το στόμα γεμάτο, συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά, για σένα, όχι για μένα, τσούζω, έχω άμεση πρόσβαση σε κπ, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως, μιλάω με κόσμο, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, συζητώ,συνομιλώ, μουρμουρίζω, μουρμουράω, δεν μιλάω, παραμένω σιωπηλός, λέω, μαθαίνω για κτ, μιλάω με κπ, συζητώ με κπ, μιλάω με, συζητώ με, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, κάνω ησυχία, μιλάω πιο δυνατά, μιλώ πιο δυνατά, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω άσκοπα, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, τσαμπουνάω, συνδιαλέγομαι σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης parler
μιλάω, μιλώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le professeur a demandé à l'élève de parler. Ο δάσκαλος απαίτησε από τον μαθητή να μιλήσει. |
μιλάω, μιλώverbe transitif (une langue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Parlez-vous anglais ? Μιλάς αγγλικά; |
μιλάω, μιλώverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce type de musique ne me parle pas du tout ! |
μιλάω(dévoiler des secrets) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après quatre heures d'interrogatoire, le témoin a fini par parler. |
μιλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis content de te voir. On peut parler (or: discuter) ? Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε; |
μιλάω εγώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est moi qui parlerai quand on négociera le prix. Όταν διαπραγματευτούμε την τιμή, το πουρπαρλέ θα το κάνω εγώ. |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je l'ai interrogé, mais il ne veut pas parler. Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα. |
συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous ne discutons qu'environ une fois par mois. Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου. |
φωνή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa voix était bien claire. Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη. |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On entendait le bruit des conversations à l'extérieur de la salle de classe. Ο ήχος από ομιλίες ακουγόταν έξω από την τάξη. |
διάλεκτος(γλώσσα: τοπικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parles-tu le même dialecte que tes parents ? |
γλώσσα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τα λέω(familier) (καθομ: με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marcus bavassait avec ses amis. |
συζητάω, συζητώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous devons discuter d'où nous allons partir en vacances cette année. |
μιλάω με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομιλία(façon de parler) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Surveille ton langage ! |
μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ
Elle parle à ses animaux même s'ils ne peuvent pas lui répondre. |
μιλάω με κπ
Puis-je vous parler un instant ? Je vais parler à mes associés et je vous rappellerai. |
μιλάωverbe transitif indirect (για κάποιν/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons discuté du film que nous venions de voir. Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει. |
μιλιέμαιverbe pronominal (entente entre personnes) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Les deux frères ne se parlent plus. |
μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ
Vinnie t'en fait baver ? Ne t'inquiète pas, je vais lui parler. |
τραύλισμα, ψεύδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En raison de son zézaiement, le garçon a passé des années en rééducation orthophonique. |
πολυλογάς, γλωσσάς(familier) (κάποιος που μιλάει πολύ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Carrie n'est pas une pipelette, à moins que le sujet soit la musique. |
ειλικρίνεια, ευθύτηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le Président Harry Truman était connu pour ses manières terre-à-terre et son franc-parler. |
ευθύτητα, ειλικρίνεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαθαίνω για κτ(la mort de [qqn]) Quand as-tu appris sa mort ? |
μιλώ για κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φλυαρώ(familier, péjoratif) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne veux plus aller en réunion avec elle : elle jacasse pendant des heures. |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναφέρω(un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου. |
αφήνω κπ να ολοκληρώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je doute qu'il me convainque, mais je suis prêt à l'écouter. Δεν πιστεύω τη δικαιολογία του αλλά θα τον ακούσω. |
ευθύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La franchise (or: Le franc-parler) de Pam peut offenser ceux qui n'y sont pas habitués. |
γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kyle utilisait des gestes pour me demander à travers la pièce si je voulais boire quelque chose. |
τραυλίζω, ψευδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tous les écoliers se moquent de mon fils parce qu'il zézaie quand il parle. |
αυτός καθαυτός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La poignée ne fait pas partie de la porte même mais c'est un complément indispensable. Το χερούλι δεν είναι τμήμα της πόρτας αυτής καθαυτής, αλλά ένα απαραίτητο εξάρτημα. |
σχετικά με(sujet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette présentation est sur (or: traite de) la révolution française et les changements qui en ont découlé. |
μιλάω με βροντερή φωνή(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prêtre tonitruait depuis la chaire. |
αναφέρω(un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
για να μην αναφέρω και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je dois emmener les enfants à l'école, sans parler des courses que je dois faire aussi. Πρέπει να πάω τα παιδιά στο σχολείο για να μην αναφέρω και τα ψώνια. |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για να μην αναφέρω κπ/κτ(έμφαση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευφράδεια, ευχέρεια(d'une langue) (γλώσσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μετά από τρία χρόνια μελέτης και εξάσκησης απέκτησε ευφράδεια (or: ευχέρεια) στα ελληνικά. |
χαμηλός τόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les deux hommes parlaient à voix basse pour que personne ne les entende. |
εμψυχωτικός λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημόσια ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ma plus grande phobie, c'est de parler en public. |
ψιλοκουβέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons mieux à faire que de parler de la pluie et du beau temps. Nous devons parler d'affaires sérieuses ! Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε! |
τρόπος έκφρασηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρόπος έκφρασηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είδος προφορικής άσκησης στο σχολείο(Éducation, Can) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Johnny, qu'est-ce que tu as apporté pour le montre et raconte ? |
γλωσσολαλιά(Religion) (σπάνιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανέβασμα του τόνου(Linguistique anglaise) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υποστηρίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu veux refaire ta cuisine, tu devrais en parler avec mon frère : il l'a fait l'année dernière. |
δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle n'a pas parlé de son opération de peur d'inquiéter sa famille. |
μιλάω από μόνος μου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cause de l'accident est éloquente : quelqu'un s'est montré imprudent. |
μιλάω ανοιχτά
Elle a parlé franchement des problèmes d'égalité des sexes. Il parle franchement, sans crainte de blesser quelqu'un. |
σα να μιλάω σε τοίχοlocution verbale (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parler à Esther, c'est comme parler à un mur ; aucun des deux n'écoute. |
πιάνω κουβέντα(έναρξη συζήτησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μιλάω πιο δυνατά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veuillez parler plus fort, j'ai du mal à vous entendre. |
αρνούμαι να μιλήσωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis dit que je m'étais trompé et que je devais recommencer. |
μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'institutrice dit le plus grand bien de mon fils. Elle dit que c'est un très bon élève. Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής. |
μιλώ πρόστυχα(familier) J'aime quand tu me dis des trucs cochons. |
μιλώ πολύ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle parle trop... et la majorité de ce qu'elle dit, c'est n'importe quoi. |
ακούωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils disent qu'ils sont toujours mariés mais nous, on a entendu parler de divorce. |
μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτάverbe intransitif |
μιλώ με το στόμα γεμάτοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειάlocution verbale (figuré, familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon collègue et moi avons parlé boutique un bon moment après le dîner. |
για σένα, όχι για μέναlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) «Μου άρεσε πολύ η ταινία.» «Εμένα πάλι όχι.» |
τσούζω(μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω άμεση πρόσβαση σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le vice-président a une ligne directe pour parler au président. |
δεν δέχομαι κτ με τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle veut faire de la randonnée toute seule mais ses parents ne veulent pas en entendre parler. J'ai voulu payer le dîner mais il n'a pas voulu en entendre parler. |
μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως
|
μιλάω με κόσμοlocution verbale (άτομα που ξέρω ή δεν ξέρω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melanie ne connaissait personne à la fête et ne se sentait pas assez brave pour aller parler aux gens. Η Μέλανι δεν ήξερε κανέναν στο πάρτυ και δεν ένιωθε αρκετά θαρραλέα για να κάνει γνωριμίες. |
κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous ferions mieux de parler moins fort ou nous allons réveiller le bébé. |
συζητώ,συνομιλώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μουρμουρίζω, μουρμουράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne comprends pas Lucy quand elle marmonne. Δεν καταλαβαίνω τη Λούσυ όταν μουρμουρίζει. |
δεν μιλάω(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quelqu'un faisait du chantage au témoin pour qu'il se taise. |
παραμένω σιωπηλός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω για κτ
Comment avez-vous entendu parler de notre société ? Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας. |
μιλάω με κπ, συζητώ με κπ
Elle parlait volontiers à des inconnus à l'arrêt de bus. |
μιλάω με, συζητώ με
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aime toujours parler à ma grand-mère. J'aimerais te parler avant que tu rentres. |
λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό(familier, péjoratif) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me suis éclipsé tandis qu'elle blablatait. Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί. |
κάνω ησυχία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parle moins fort, s'il te plaît ! Je n'arrive pas à m'entendre penser avec tout le bruit que tu fais. |
μιλάω πιο δυνατάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parle plus fort ! Je ne t'entends pas. Παρακαλώ μίλα πιο δυνατά. Δεν μπορώ να σε ακούσω! |
μιλώ πιο δυνατά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parle plus fort, on ne t'entend pas ! |
μιλάω ακατάπαυστα
|
μιλάω άσκοπα
|
μιλάω ακατάπαυστα
|
μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσαμπουνάω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τι στο καλό μου τσαμπουνάς; |
συνδιαλέγομαι σε(γλώσσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ne parlait ni italien, ni espagnol, alors ils ont discuté en anglais. Δε μιλούσε ιταλικά και τα ισπανικά του ήταν στοιχειώδη. Έτσι συνδιαλέχθηκαν στα αγγλικά. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του parler
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.