Τι σημαίνει το particulier στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης particulier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του particulier στο Γαλλικά.

Η λέξη particulier στο Γαλλικά σημαίνει ιδιαίτερος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, ιδιαίτερος, παράξενος, περίεργος, ξεχωριστός, προσωπικός, ατομικός, μέσα, δέων, ακριβής, εξειδικευμένος, ιδιωτικός, μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, ένας προς έναν, συγκεκριμένο, ξεχωριστά, συγκεκριμένα, ειδικά, ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρως, έπαυλη, πάρτυ, πάρτι, συγκεκριμένη επιλογή, κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα, τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, ιδιωτικά, συγκεκριμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης particulier

ιδιαίτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les règles habituelles ne s'appliquent pas à ce cas particulier.

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος.

ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est difficile de ne pas la remarquer avec son style vestimentaire particulier.

ιδιαίτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apporte un soin tout particulier à ta tenue.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που πρόκειται να σου πω.

ιδιαίτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les propriétés particulières de ce médicament le rendent très efficace.
Οι ιδιαίτερες ιδιότητες αυτού του φαρμάκου το καθιστούν εξαιρετικά αποτελεσματικό.

παράξενος, περίεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa tenue est particulière (or: singulière), avec des formes démodées et beaucoup de fourrure.
Τα ρούχα της είναι παράξενα, με ξεπερασμένες γραμμές και πολλή γούνα.

ξεχωριστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est vraiment quelqu'un de particulier (or: de bizarre).

προσωπικός, ατομικός

(που ανήκει σε ένα άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous devrez donner votre adresse ainsi que d'autres données personnelles.
Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα.

μέσα

(salle de bains)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chaque chambre dispose d'une salle de bains attenante.
Κάθε ένας από τους ξενώνες μας μέσα μπάνιο.

δέων

(που αρμόζει, κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Παρακαλώ δώσε τη δέουσα (or: πρέπουσα) προσοχή στους κανόνες και τις οδηγίες.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous ne connaissons pas la cause spécifique de l'accident, mais nous enquêtons.

εξειδικευμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les chercheurs développent un traitement spécifique pour l'arthrite.

ιδιωτικός

adjectif (salle de bains)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les chambres de cet hôtel disposent toutes d'une salle de bains attenante.
Το ξενοδοχείο έχει δωμάτια με ιδιωτικά (or: δικά τους) μπάνια.

μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un type singulier qui a grandi à l'étranger.

ένας προς έναν

(entretien,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στη δομή των βάσεων δεδομένων, μια σχέση ένας προς έναν σημαίνει ότι μια οντότητα ενός πίνακα αντιστοιχεί σε μια μοναδική οντότητα ενός άλλου πίνακα.

συγκεκριμένο

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous cherchez quelque chose de spécial ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale.Χρειάζονται ειδικά εργαλεία.

ξεχωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le principal a félicité chaque élève individuellement.

συγκεκριμένα, ειδικά, ειδικότερα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'année dernière, en particulier les six derniers mois, a été très difficile pour l'entreprise.
Η χρονιά που πέρασε και πιο συγκεκριμένα οι τελευταίοι έξι μήνες, ήταν πολύ δύσκολοι για την εταιρεία.

στη συγκεκριμένη περίπτωση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce bâtiment est très impressionnant, notamment (or: particulièrement) de par son cadre magnifique.

έπαυλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La famille de Richard vivait dans une énorme maison de maître au sommet de la colline.
Η οικογένεια του Ρίτσαρντ ζούσε σε μια τεράστια έπαυλη στην κορυφή του λόφου.

πάρτυ, πάρτι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nous sommes allés à une fête hier. Je n'ai pas pu dormir car les voisins faisaient une soirée et ont fait du bruit.

συγκεκριμένη επιλογή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pourquoi as-tu fait ce choix en particulier ?

κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα

nom masculin

τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο

pronom

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rien de spécial (or: de particulier) n'est nécessaire pour finir ce décor.

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je dois faire un gros effort pour m'entendre avec mon collègue. C'est l'anniversaire de ta mère, fais un effort particulier pour bien te tenir.

ιδιωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'argent a été donné à titre privé (or: à titre individuel).

συγκεκριμένος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Est-ce que vous recherchez un livre en particulier ou est-ce que vous regardez seulement ?
Ψάχνεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή απλώς ρίχνεις μια ματιά;

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του particulier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του particulier

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.