Τι σημαίνει το permiso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης permiso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του permiso στο ισπανικά.

Η λέξη permiso στο ισπανικά σημαίνει άδεια, άδεια, άδεια, άδεια, άδεια, άδεια για να κάνω κτ, άδεια, άδεια, άδεια, άδεια άνευ αποδοχών, παραχώρηση, άδεια, εξουσιοδότηση, άδεια, άδεια, άδεια, έντυπο γνωστοποίησης πληροφοριών, υπεύθυνη δήλωση παροχής συναίνεσης, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, μπορώ, αδικαιολογήτως απών, σε άδεια, με άδεια, με έγκριση, με την άδεια σου, άδεια να φύγω, άδεια να αποχωρήσω, άδεια εξόδου στη στεριά, οικοδομική άδεια, άδεια οδήγησης, πράσινη κάρτα, εξουσιοδότηση, ειδική άδεια/εξουσιοδότηση, άδεια, άδεια εισαγωγής, άδεια τροποποίησης, δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης, άδεια των γονέων, άδεια από τους γονείς, ιδιότητα μόνιμου κατοίκου, άδεια, άδεια εισόδου στα παρασκήνια, άδεια εργασίας, έχω άδεια, έχω το ελεύθερο, δίνω άδεια σε κπ, δίνω το ΟΚ, απών, άδεια, μόνιμη παραμονή, μόνιμη διαμονή, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, έχω στη διάθεση μου, λέω «ναι», δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, δίνω άδεια, δίνω το δικαίωμα, αδειοδοτώ, άδεια μετ' αποδοχών, άδεια εργασίας, επιβάλλω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης permiso

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adrian le pidió permiso a sus padres para ir al concierto.
Ο Άντριαν ζήτησε από τους γονείς του άδεια για να πάει στη συναυλία.

άδεια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estás fuera de clases, ¿puedo ver tu permiso?
Δεν είσαι στο μάθημα. Μπορώ να δω την άδεια σου;

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas permiso para acceder a este sito, por favor ingrese su contraseña.
Χρειάζεστε άδεια για να ανοίξετε αυτήν τη σελίδα. Παρακαλώ συμπληρώστε τον κωδικό ασφαλείας σας.

άδεια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene dos semanas de permiso en el verano.
Έχει δυο εβδομάδες άδεια το καλοκαίρι.

άδεια

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El comandante le dio la venia al soldado para manejar la situación a su manera.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μου έδωσε το ελεύθερο να εργαστώ με τον τρόπο που θεωρώ πιο αποτελεσματικό.

άδεια για να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi jefe me ha dado licencia por tres meses para estudiar.
Το αφεντικό μου μου έδωσε άδεια για τρεις μήνες, για να μελετήσω.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter tenía permiso para su arma.
Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του.

άδεια

nombre masculino (para andar fuera de clase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡No te vayan a cachar fuera de clase sin un permiso!

άδεια

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La licencia de los soldados fue una recompensa por su servicio.

άδεια άνευ αποδοχών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La compañía le informó a sus empleados sobre sus planes de implementar licencias debido a la pandemia.

παραχώρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άδεια, εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas no tiene la autorización necesaria para estos archivos.
Ο Τομάς δεν έχει την απαραίτητη εξουσιοδότηση για εκείνα τα αρχεία.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eric estaba acostumbrada a tener licencia para hacer lo que quisiera mientras estaba sola en casa.
Η Έριν ήταν συνηθισμένη να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε όταν έμενε σπίτι μόνη της.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si me permites un momento, tienes una visita.
Με την άδειά σας, έχετε έναν επισκέπτη.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al soldado se le concedió una licencia para asistir al funeral de su madre.

έντυπο γνωστοποίησης πληροφοριών

(para la divulgación de datos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνη δήλωση παροχής συναίνεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Debes firmar un formulario de consentimiento antes de someterte a cualquier tipo de cirugía.

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

¿Te dejarán tus padres ir al baile?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

μπορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sí, puedes tutearme.

αδικαιολογήτως απών

locución adjetiva

El soldado se encuentra ausente sin autorización.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

σε άδεια

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaré de permiso durante las dos próximas semanas. Mi marido está de permiso indefinido porque se rompió la pierna el pasado fin de semana.
Θα είμαι σε άδεια για τις επόμενες δυο εβδομάδες.

με άδεια, με έγκριση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con permiso expreso del autor, reproduzco aquí un fragmento del poema,.

με την άδεια σου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άδεια να φύγω, άδεια να αποχωρήσω

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La sirvienta esperó a que «lady» Fairfax terminara de darle instrucciones y le diera permiso para retirarse.
Η υπηρέτρια στέκονταν περιμένοντας τη Lady Fairfax να ολοκληρώσει τις οδηγίες και να της δώσει την άδεια να αποχωρήσει.

άδεια εξόδου στη στεριά

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los marineros tendrán un franco de ría en Dover.

οικοδομική άδεια

άδεια οδήγησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He tenido mi permiso de conducir durante 15 años.
Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.

πράσινη κάρτα

locución nominal masculina (μεταφορικά)

Quería vivir y trabajar en los Estados Unidos pero no pude conseguir el permiso de residencia.

εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James tuvo que obtener un permiso de la autoridad competente para hacer una fiesta en su jardín.

ειδική άδεια/εξουσιοδότηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesitan un permiso específico que les autorice a entrar en el recinto con una cámara.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pedí días de asuntos propios en el trabajo para cuidar de mi padre.

άδεια εισαγωγής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Esas mercaderías quedaron retenidas en la aduana, el permiso de importación era falsificado.

άδεια τροποποίησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης

(νομική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anita está con permiso médico, no viene hasta el lunes.

άδεια των γονέων, άδεια από τους γονείς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Todos los menores de edad deben tener permiso de los padres para viajar al exterior.

ιδιότητα μόνιμου κατοίκου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Finalmente consiguió su estatus de residente el año pasado, así puede vivir aquí tanto tiempo como quiera.

άδεια

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No se olviden de hacerles firmar a sus padres la nota de permiso para ir al concierto.

άδεια εισόδου στα παρασκήνια

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδεια εργασίας

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lo deportaron de nuevo a su país porque no tenía un permiso de trabajo.

έχω άδεια, έχω το ελεύθερο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tengo permiso para usar este auto.

δίνω άδεια σε κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω το ΟΚ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La policía se acercó a dos estudiantes haciendo novillos en el centro comercial y les preguntó por qué no estaban en la escuela.

άδεια

(duración)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando a los marineros les dan permiso para bajar a tierra los bares del puerto ganan mucho dinero.

μόνιμη παραμονή, μόνιμη διαμονή

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los extranjeros pueden obtener la residencia permanente después de una estancia continua de cinco años en el país, con la evidencia apropiada.

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω στη διάθεση μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amigo me dijo que estoy autorizado para usar su garaje mientras él está de vacaciones.

λέω «ναι»

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El jefe no dejaba que Wendy haga el proyecto, pero me dijo que sí a mí.
Ο εργοδότης δεν άφησε τη Γουέντι να ασχοληθεί με εκείνο το πρότζεκτ, αλλά όταν το ζήτησα εγώ, αυτός έδωσε την έγκρισή του.

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δίνω άδεια, δίνω το δικαίωμα

(σε κάποιον για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe de Jack le dio permiso para entrar al área segura.

αδειοδοτώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno federal dio permiso a la compañía petrolera para verter residuos tóxicos en el suministro de agua.
Η πολιτειακή κυβέρνηση αδειοδότησε την πετρελαϊκή εταιρεία να αδειάσει τα τοξικά απόβλητα στον ταμιευτήρα.

άδεια μετ' αποδοχών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδεια εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιβάλλω

locución verbal (βαθμούς ποινής στην άδεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corte anotó el permiso de conducir de Jack con infracciones de seis puntos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του permiso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του permiso

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.