Τι σημαίνει το pés στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pés στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pés στο πορτογαλικά.

Η λέξη pés στο πορτογαλικά σημαίνει -ποδος, πονάνε τα πόδια μου, η τελετή του Νιπτήρος, ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, είδος μυρμηγκιού του γένους Solenopsis, τρίποδος, προσγειωμένος, που έχει ύψος 1.80, το δάγκωσα από το κρύο, στα πόδια, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, δεμένος χειροπόδαρα, απ' την κορφή ως τα νύχια, γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιών, υποπόδιο, φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών, αξιολόγηση της πραγματικότητας, τετραγωνικό πόδι, ποδόλουτρο, γυμνά πόδια, αδυναμία, σιγοπερπατώ, σουλατσάρω, αράζω, δένω το κοτόπουλο, σέρνω τα πόδια μου, σέρνομαι, -ποδος, στα πόδια, στην πραγματικότητα, άνθρωπος που περπατά σέρνοντας τα πόδια του, πόδια ανά δευτερόλεπτο, πόδια με υμενώδη συνδακτυλία, τοπικό πλύσιμο, είμαι δεμένος χειροπόδαρα, δεμένος χειροπόδαρα, άκρη των δαχτύλων, γλιστρώ, περπατάω καμπουριαστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pés

-ποδος

(altura)

Για παράδειγμα: τετράποδος

πονάνε τα πόδια μου

(κούραση)

η τελετή του Νιπτήρος

substantivo masculino (εκκλησία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά

(tornar-se mais realista) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estraguei totalmente esta sopa colocando sal demais.
Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι.

είδος μυρμηγκιού του γένους Solenopsis

substantivo feminino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρίποδος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσγειωμένος

locução adjetiva (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Marilyn é uma pessoa muito com os pés no chão.
Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση.

που έχει ύψος 1.80

(medida imperial: 1,8 metros de altura) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το δάγκωσα από το κρύο

adjetivo (figurado: com muito frio) (καθομιλουμένη)

στα πόδια

locução adverbial (μεταφορικά: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

locução adverbial (completamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεμένος χειροπόδαρα

expressão

Os seqüestradores o deixaram de mãos e pés atados na mala do carro.
Οι απαγωγείς τον άφησαν δεμένο χειροπόδαρα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου.

απ' την κορφή ως τα νύχια

expressão (em todo o corpo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιών

(esportes: movimentos com os pés) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποπόδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών

(prática chinesa) (Κίνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιολόγηση της πραγματικότητας

(algo que desilude sobre ideias irreais) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τετραγωνικό πόδι

substantivo masculino plural (medida imperial: pés quadrados)

A sala tem apenas vinte e dois pés quadrados; isso não é muito espaço para móveis!

ποδόλουτρο

substantivo feminino (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυμνά πόδια

(χωρίς παπούτσια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είναι ωραίο να περπατάς στην παραλία με γυμνά πόδια και να νιώθεις την άμμο στα δάχτυλά σου. Σε κάποιους πολιτισμούς θεωρείται αγενές να περπατάς με γυμνά πόδια δημοσίως.

αδυναμία

expressão (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιγοπερπατώ, σουλατσάρω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αράζω

locução verbal (relaxar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δένω το κοτόπουλο

locução verbal (amarrar galinha para cozinhar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέρνω τα πόδια μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O velho arrastou os pés pela rua.
Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου.

σέρνομαι

expressão verbal (arrastar os pés de alguém na aproximação) (μτφ: σέρνω τα πόδια μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

-ποδος

locução adjetiva

στα πόδια

locução adverbial (κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην πραγματικότητα

locução adjetiva (επαναφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dizer a ela que estou quebrado rapidamente a colocou com os pés no chão e a fez parar com a farra de gastos.
Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες.

άνθρωπος που περπατά σέρνοντας τα πόδια του

(pessoa: ao andar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πόδια ανά δευτερόλεπτο

expressão (física, unidade) (μονάδα μέτρησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πόδια με υμενώδη συνδακτυλία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπικό πλύσιμο

(método de dar banho em bebê)

είμαι δεμένος χειροπόδαρα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O criminoso estava de mãos e pés atados para que não escapasse.

δεμένος χειροπόδαρα

expressão (figurativo: sem escapatória) (μεταφορικά, συνήθως αποδοκιμασίας)

Toda criança está de mãos e pés atados pelas regras de seus pais.

άκρη των δαχτύλων

substantivo feminino (για το πόδι)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γλιστρώ

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela andou na ponta dos pés rapidamente pela sala para pegar a bolsa sem acordar ele.

περπατάω καμπουριαστός

locução verbal

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pés στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pés

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.