Τι σημαίνει το physiques στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης physiques στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του physiques στο Γαλλικά.
Η λέξη physiques στο Γαλλικά σημαίνει σωματικός, φυσική, φυσικός, σωματική διάπλαση, σωματικός, σωματικός, εμφάνιση, σωματικός, φυσική αγωγή, body-shaming, άσκηση, προσπάθεια, σε καλύτερη φόρμα, μη σωματικός, σε φόρμα,καλή κατάσταση, αγύμναστος, υγιής, με ειδικές ανάγκες, γυμναστική, μόχθος, κόπος, σωματικότητα, φυσιογραφία, καλή φυσική κατάσταση, εφαρμοσμένη φυσική, σωματική δύναμη, πυρηνική φυσική, σωματιδιακή φυσική, εμφάνιση, φυσική κατάσταση, φυσική επαφή, σωματική επαφή, βιολογική εξάρτηση, φυσική αγωγή, γυμναστική, φυσική δύναμη, συνουσία, σωματική επαφή, φυσική παρουσία, φυσική διάρθρωση, φυσικός κόσμος, σαρκική απόλαυση, ερωτικό πάθος, ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθος, θεωρητική φυσική, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αξιολόγηση φυσικής κατάστασης, σωματική κακοποίηση, σωματική βία, σωματική δραστηριότητα, εξωτερική εμφάνιση, σωματική εργασία, προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστρια, προσωπική εκγύμναση, καθηγητής φυσικής, καθηγήτρια φυσικής, αθλητικός φυσικοθεραπευτής, αθλητική φυσικοθεραπεύτρια, γυμναστής, γυμνάστρια, γυμναστήριο, κβαντική φυσική, κβαντική μηχανική, εξάσκηση, σωματική άσκηση, φυσικός χάρτης, υγειονομικές απαιτήσεις, γυμναστική, κάνω body shaming σε κπ, πνευματικός, νοητικός, διανοητικός, που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειας, φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής, αδιάφορη, μέτρια, σαρκική απόλαυση, συνεχής προσπάθεια, οργωμένος, χειρωνακτική εργασία, άσχημος, εργαστήριο, φυσική γεωγραφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης physiques
σωματικός(corps, relation) (τα σχετικά με το σώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses problèmes physiques l'empêchent de marcher facilement. Τα σωματικά της προβλήματα τη δυσκόλευαν στο περπάτημα. |
φυσικήnom féminin (επιστήμη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La physique n'arrive pas à expliquer l'interaction entre ces particules. Η φυσική δεν μπορεί να εξηγήσει πώς αλληλεπιδρούν αυτά τα μικροσκοπικά μόρια. |
φυσικός(sciences physiques) (στη Φυσική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les propriétés physiques du granit sont très connues. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκτός από τον υλικό κόσμο υπάρχει κατά κάποιους και ένα αθέατος, πνευματικός κόσμος. |
σωματική διάπλαση
Elle aime les hommes au physique musclé. Της αρέσουν τύποι με μυώδη σωματική διάπλαση. |
σωματικός(relatif au corps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a perdu plusieurs fonctions physiques et elle a besoin de soins constants. Έχει χάσει πολλές σωματικές λειτουργίες και τώρα χρειάζεται διαρκή φροντίδα. |
σωματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμφάνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe est bel homme mais il utilise son apparence (or: son physique) pour obtenir ce qu'il veut. |
σωματικόςadjectif (όχι πνευματικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φυσική αγωγή
L'EPS est tout aussi important que les autres matières scolaires. |
body-shaming(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
άσκηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σε καλύτερη φόρμαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frank est en meilleure forme que Jimmy : il peut courir un kilomètre et demi en six minutes. |
μη σωματικόςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε φόρμα,καλή κατάσταση(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut être en bonne condition physique pour courir un marathon. |
αγύμναστοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υγιήςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je l'ai trouvée en bonne forme physique, et le moral suivra certainement. |
με ειδικές ανάγκες(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυμναστική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ben essaie de trouver le temps de faire de l'exercice au moins trois fois par semaine. Ο Μπεν προσπαθεί να βρίσκει χρόνο για γυμναστική τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. |
μόχθος, κόποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Neil était éreinté après son effort physique pour escalader la montagne. |
σωματικότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσιογραφίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλή φυσική κατάστασηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La forme physique est aussi importante pour les personnes âgées. |
εφαρμοσμένη φυσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σωματική δύναμηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυρηνική φυσικήnom féminin (Science) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωματιδιακή φυσικήnom féminin (επιστήμη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμφάνισηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Claire se préoccupe toujours de son apparence physique. |
φυσική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les triathlètes doivent avoir une excellente condition physique. |
φυσική επαφή, σωματική επαφήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιολογική εξάρτησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anthony a une forte dépendance physique aux analgésiques. Ο Άντονι έχει δυνατή βιολογική εξάρτηση από τα αναλγητικά. |
φυσική αγωγή, γυμναστική(France) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les élèves ont des cours d'éducation physique et sportive en plus des cours de mathématiques, de français, de langues, de sciences et d'histoire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. |
φυσική δύναμηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a une force physique impressionnante ! |
συνουσία, σωματική επαφήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική παρουσίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Votre présence physique à la banque n'est pas nécessaire ; vous pouvez le faire par procuration. |
φυσική διάρθρωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσικός κόσμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σαρκική απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτικό πάθοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρητική φυσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis trop mauvais en math pour comprendre la physique théorique. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
αξιολόγηση φυσικής κατάστασηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σωματική κακοποίηση, σωματική βίαnom féminin |
σωματική δραστηριότηταnom féminin |
εξωτερική εμφάνισηnom féminin |
σωματική εργασίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστριαnom masculin |
προσωπική εκγύμνασηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθηγητής φυσικής, καθηγήτρια φυσικής(Scolaire, France, équivalent) |
αθλητικός φυσικοθεραπευτής, αθλητική φυσικοθεραπεύτριαnom masculin |
γυμναστής, γυμνάστρια(Scolaire, France) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
γυμναστήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κβαντική φυσικήnom féminin |
κβαντική μηχανική
|
εξάσκησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σωματική άσκηση
|
φυσικός χάρτηςnom féminin (topographie) |
υγειονομικές απαιτήσεις
Certains métiers, comme les pompiers, ont des exigences en matière de condition physique. |
γυμναστικήnom féminin (Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω body shaming σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνευματικός, νοητικός, διανοητικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειαςlocution adjectivale (exercice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής
L'étudiant en physique en était aux dernières phases pour obtenir son doctorat. |
αδιάφορη, μέτρια(εμφάνιση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαρκική απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχής προσπάθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οργωμένοςnom masculin (du sol) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χειρωνακτική εργασίαnom masculin |
άσχημος(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mme Hawkins est une femme ordinaire (or: sans charme), mais elle est généreuse et gentille. |
εργαστήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben était en retard à son TP et a dû rattraper le cours plus tard. |
φυσική γεωγραφίαnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του physiques στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του physiques
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.