Τι σημαίνει το pièces στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pièces στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pièces στο Γαλλικά.

Η λέξη pièces στο Γαλλικά σημαίνει δωμάτιο, κομμάτι, τεμάχιο, έργο, νόμισμα, κέρμα, έργο, παράσταση, κομμάτι, νόμισμα, κέρμα, έκαστος, το κομμάτι, το καθένα, κομμάτι, εξάρτημα, μπάλωμα, τμχ, τχμ., υπό επεξεργασία προϊόν, εξάρτημα, πιόνι, κομμάτι, έκθεμα, εξάρτημα αυτοκινήτου, θεατρικό παιχνίδι, έκθεση, θεατρικό, πλευρά, εξοπλισμός, γλυκό, ταυτότητα, άπλωμα, έκθεμα, κουπ-πατ, καθιστικό, σαλόνι, θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας, στήριγμα, υποστήριγμα, δόση, γεύση, ιδέα, Lego, ταυτότητα, αποσκευές, ταίρι, ζευγάρι, μη κερματισμένος, μη κατατετμημένος, δεκάρα, ανταλλακτικό, πίσω δωμάτιο, Βρετανικό νόμισμα έξι πενών, πιόνι, ξυλόγλυπτο, υπόλοιπο, εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν, εργαζόμενος με αμοιβή κατ' αποκοπήν, δύο πένες, μουσειακό κομμάτι, μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ανταλλακτικό, εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, αποδεικτικό στοιχείο, καθιστικό, σαλόνι, κόστος κατά μονάδα, γαμήλια τούρτα, χειραποσκευή, ανταλλακτικό, μία σου και μία μου, συνημμένο έγγραφο, αποσκευή, πιόνι, χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμα, πούλι, ραδιοφωνικό θέατρο, θεατρικό κομμάτι, άνετος και ζεστός χώρος, κτ που ξεχωρίζει, δωμάτιο ψυχαγωγίας, ολόσωμος, θεατρικό έργο, υπνοδωμάτιο, εξαρτήματα αναβάθμισης, βοηθώ οικονομικά, περπατώ επιδεικτικά, εκδικούμαι, ανταποδίδω, συνημμένο, μάνδαλο, κύριο έκθεμα, πικαγιούν, πεντάρα, επιτυχημένη θεατρική παράσταση, ενδιάμεσο στρώμα, θερμοκολλητικό, σαλόνι, ολόσωμος, συνημμένος, σαρωτικός, νόμισμα των 5 σεντς, επινόηση, συνδετικός κρίκος, αιχμηρός, καυστικός, πειστήριο, τεκμήριο, ανταλλακτικό, ενίσχυση, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pièces

δωμάτιο

nom féminin (dans un bâtiment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Notre appartement a cinq pièces.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας.

κομμάτι, τεμάχιο

nom féminin (objet) (μέρος ενός συνόλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon nouveau service de table comprend trente-quatre pièces.
Το καινούργιο μου σερβίτσιο αποτελείται από τριάντα τέσσερα κομμάτια (or: τεμάχια).

έργο

(Théâtre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a écrit la pièce en pensant à des acteurs en particulier.
Έγραψε το θεατρικό σκεπτόμενος συγκεκριμένους ηθοποιούς.

νόμισμα, κέρμα

nom féminin (monnaie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il paya vingt pièces d'or pour cette terre.

έργο

nom féminin (de théâtre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La dernière pièce d'Ayckbourn est vraiment divertissante.

παράσταση

nom féminin (théâtre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aimerais voir une pièce pour mon anniversaire.
Θα ήθελα να δω μία παράσταση για τα γενέθλιά μου.

κομμάτι

nom féminin (d'un puzzle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce puzzle a 1000 pièces !
Αυτό το παζλ έχει 1000 κομμάτια!

νόμισμα, κέρμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'avais mis tellement de pièces dans mon porte-monnaie qu'il ne fermait plus.
Είχα πάρα πολλά κέρματα στο πορτοφόλι μου και δε μπορούσα να το κλείσω.

έκαστος

(prix d'un objet)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

το κομμάτι, το καθένα

adverbe

Je ne peux pas me permettre de continuer d'acheter ce vin à vingt dollars pièce.

κομμάτι

(à assembler)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'enfant a assemblé les pièces du train miniature.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου.

εξάρτημα

(μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils ont vraiment bataillé pour trouver toutes les pièces du moteur.
Ήταν δύσκολο να βρουν όλα τα εξαρτήματα για τη μηχανή.

μπάλωμα

(de tissu)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John a dû coudre une pièce sur son jean troué.
Ο Τζον έπρεπε να βάλει ένα μπάλωμα στο τζιν του καθώς είχε μια τρύπα.

τμχ, τχμ.

nom féminin (συντομογραφία: τεμάχιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υπό επεξεργασία προϊόν

nom féminin (fait par une machine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξάρτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le plombier a dû changer une pièce.
Ο υδραυλικός χρειάστηκε να αντικαταστήσει ένα εξάρτημα.

πιόνι

(Échecs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a avancé sa pièce de deux cases.
Μετακίνησε το πιόνι του δύο τετράγωνα μπροστά.

κομμάτι

nom masculin (tissu)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une pièce de tissu permet de confectionner plusieurs rideaux.

έκθεμα

nom féminin (art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Regarde cette sculpture ! Quelle pièce magnifique !
Κοίτα εκείνο το γλυπτό. Τι όμορφο έκθεμα!

εξάρτημα αυτοκινήτου

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vous devrez commander cette pièce chez le garagiste.

θεατρικό παιχνίδι

nom féminin

έκθεση

(art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τα γλυπτά αποτελούσαν μια συλλογή εκθεμάτων στο μουσείο.

θεατρικό

(théâtre) (έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le drame a été joué à l'école par des élèves.
Φέτος ανεβάσαμε στην Επίδαυρο το δράμα του Σοφοκλή "Αντιγόνη".

πλευρά

(Boucherie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette boucherie est tout autant spécialisée dans le gros que le demi-gros.

εξοπλισμός

(machines) (επίσημο: μηχανήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Το ασθενοφόρο μεταφέρει αρκετό ιατρικό εξοπλισμό.

γλυκό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταυτότητα

(επίσημο κρατικό έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le flic m'a demandé mes papiers.

άπλωμα

(linge) (ρούχων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έκθεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουπ-πατ

nom masculin invariable (pour faire des biscuits) (φορμάκια για κόψιμο ζύμης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Maman a utilisé un emporte-pièce pour faire des bonhommes en pain d'épice.
Η μαμά χρησιμοποίησε κουπ-πάτ, για να φτιάξει μπισκοτένια ανθρωπάκια από τη ζύμη.

καθιστικό, σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toute la famille s'est rassemblée dans le salon pour jouer aux cartes. Mon appartement a une cuisine, un salon, deux chambres à coucher, et une salle de bains.
Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο καθιστικό για να παίξει χαρτιά. Το διαμέρισμά μου έχει κουζίνα, καθιστικό, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο.

θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στήριγμα, υποστήριγμα

(Bâtiment, technique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα αγόρια έχουν στήσει ήδη τα στηρίγματα για το πλαίσιο του νέου αχυρώνα.

δόση, γεύση, ιδέα

(de mauvaises nouvelles,...) (μεταφορικά: από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Lego

(®, jouet) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ταυτότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand on est contrôlé par la police, il est important d'avoir ses papiers sur soi.

αποσκευές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La compagnie aérienne a perdu les bagages de Megan à Francfort.
Η αεροπορική εταιρεία έχασε τις αποσκευές της Μέγκαν στη Φρανκφούρτη.

ταίρι, ζευγάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul a associé chaque partie à son semblable.

μη κερματισμένος, μη κατατετμημένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεκάρα

nom féminin (0,10$) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joan a remis une pièce de dix cents dans le juke-box.
Η Τζόαν έβαλε ακόμα δέκα σεντς στο τζούκμποξ.

ανταλλακτικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το καπάκι του μούλτι μου έσπασε και πρέπει να αγοράσω ένα ανταλλακτικό.

πίσω δωμάτιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Βρετανικό νόμισμα έξι πενών

nom féminin (παλαιό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιόνι

nom féminin (σκάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξυλόγλυπτο

nom féminin (κατασκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόλοιπο

εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εργαζόμενος με αμοιβή κατ' αποκοπήν

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δύο πένες

nom féminin (νόμισμα, κέρμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουσειακό κομμάτι

nom féminin

μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την τιμή.

ανταλλακτικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le plat principal était délicieux mais la pièce de résistance, ça a été le dessert.

αποδεικτικό στοιχείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les policiers étaient incapables de trouver la pièce à conviction dont ils avaient besoin pour l'inculper.

καθιστικό, σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ta mère t'attend dans le salon.

κόστος κατά μονάδα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαμήλια τούρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειραποσκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La plupart des compagnies aériennes n'autorisent qu'un bagage à main. Vous ne pouvez pas transporter des aérosols ou des instruments pointus dans vos bagages à main.
Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν μόνο μία χειραποσκευή. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις σπρέι ή αιχμηρά αντικείμενα στη χειραποσκευή σου.

ανταλλακτικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aurais-tu une pièce détachée (or: pièce de rechange) pour mon vélo ?
Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου;

μία σου και μία μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνημμένο έγγραφο

nom féminin

Veuillez lire et signer la pièce jointe.

αποσκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιόνι

nom féminin (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμα

nom féminin

πούλι

nom féminin (μικρός δίσκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On ne peut plus jouer aux échecs : il a perdu une pièce.

ραδιοφωνικό θέατρο

nom féminin

θεατρικό κομμάτι

nom féminin

άνετος και ζεστός χώρος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτ που ξεχωρίζει

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Τζέιν αγόρασε το τραπέζι για να κάνει αντίθεση στο σαλόνι της.

δωμάτιο ψυχαγωγίας

(avec grand écran,...)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Plusieurs maisons neuves ont de luxueuses salles vidéo – on se croirait presque dans un vrai cinéma !

ολόσωμος

nom masculin (vêtement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεατρικό έργο

nom féminin

υπνοδωμάτιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξαρτήματα αναβάθμισης

nom féminin pluriel

βοηθώ οικονομικά

περπατώ επιδεικτικά

verbe intransitif

εκδικούμαι, ανταποδίδω

locution verbale (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour lui rendre la monnaie de sa pièce, elle a eu une aventure avec son frère.
Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του.

συνημμένο

nom féminin (Informatique)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu as vu la pièce jointe que Lindsay a envoyée hier ?
Είδες το συνημμένο σε εκείνο το ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε η Λίντσεϊ χτες;

μάνδαλο

(Menuiserie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel type de vis est le meilleur pour accrocher des photos ?

κύριο έκθεμα

(σε μουσείο)

πικαγιούν

nom féminin

πεντάρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιτυχημένη θεατρική παράσταση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενδιάμεσο στρώμα

θερμοκολλητικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La propriété possède un grand espace de vie ouvert au rez-de-chaussée, ainsi que trois chambres et une salle de bain au premier étage.

ολόσωμος

locution adjectivale (maillot de bain,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνημμένος

locution adverbiale (Informatique)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Après avoir lu l'email, j'ai regardé sous le texte pour voir s'il y avait des documents en pièce jointe.
Αφότου διαβάσω ένα email, κοιτάζω κάτω από το κείμενο για να δω εάν υπάρχουν συνημμένα αρχεία.

σαρωτικός

locution adjectivale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intervenant a choqué tout le monde en faisant l'affirmation à l'emporte-pièce que les hommes ne font pas de travaux ménagers.
Ο ομιλητής σόκαρε τους πάντες με τον γενικευμένο ισχυρισμό ότι οι άντρες δεν κάνουν δουλειές του σπιτιού.

νόμισμα των 5 σεντς

nom féminin (ΗΠΑ, Καναδάς)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As-tu une pièce de 5 cents pour le parcmètre ?
Έχεις ένα νόμισμα των 5 σεντς για το παρκόμετρο;

επινόηση

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il s'avère que les mémoires populaires n'étaient rien d'autre qu'une invention.

συνδετικός κρίκος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιχμηρός, καυστικός

(remarque) (μεταφορικά: σχόλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le critique avait des remarques acerbes à faire au sujet du soprano vieillissant.
Ο κριτικός είχε μερικά αιχμηρά σχόλια για τη γηράσκουσα σοπράνο.

πειστήριο, τεκμήριο

nom féminin (Droit : document) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accusation a demandé que la lettre soit enregistrée comme pièce à conviction.
Η εισαγγελία ζήτησε να συμπεριληφθεί το γράμμα ως πειστήριο (or: τεκμήριο) μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

ανταλλακτικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De nombreuses parties de cette machine sont des pièces de rechange.
Το μηχάνημα έχει ανταλλακτικά για πολλά εξαρτήματα.

ενίσχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανταποδίδω, ξεπληρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après que John a fait honte à Susan, elle s'est vengée en lui jouant un tour.
Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pièces στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pièces

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.