Τι σημαίνει το plump στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plump στο Αγγλικά.

Η λέξη plump στο Αγγλικά σημαίνει παχουλός, τροφαντός, στρουμπουλός, φουσκωτός, φουσκώνω, πετάω, πετώ, βαριά, βαριά, απότομη πτώση, χτύπημα, σωριάζομαι, χτυπάω κτ για να φουσκώσει, στρογγυλεύω, διαλέγω, επιλέγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plump

παχουλός, τροφαντός, στρουμπουλός

adjective (person: slightly fat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I wouldn't call Philip fat, but I'd definitely say he's plump.
Δεν θα έλεγα τον Φίλιπ χοντρό, αλλά σίγουρα θα έλεγα πως είναι παχουλός.

φουσκωτός

adjective (full, rounded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nathan leaned back against the plump cushions.
Ο Νέιθαν έγειρε πάνω στα φουσκωτά μαξιλάρια.

φουσκώνω

transitive verb (pillow: make plump)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet plumps the pillows, which were rather flat.
Η Χάριετ φουσκώνει τα μαξιλάρια που ήταν αρκετά επίπεδα.

πετάω, πετώ

transitive verb (informal (with prep: put carelessly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul plumped his schoolbag on the kitchen table.
Ο Πωλ πέταξε τη σχολική του σάκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

βαριά

adverb (with a heavy drop)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The stone went plump into the water.

βαριά

adverb (straight, directly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The stone landed plump in the middle of the pond.

απότομη πτώση

noun (sudden drop)

The plump of James's buttocks onto the sofa flattened the cushion.

χτύπημα

noun (sound of sudden drop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helen heard the plump as the stone hit the water.

σωριάζομαι

phrasal verb, intransitive (informal (fall, sit heavily) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James plumped down on the sofa.

χτυπάω κτ για να φουσκώσει

phrasal verb, transitive, separable (pillow, etc.: make plump) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before I get into bed, I always plump up the pillows.

στρογγυλεύω

phrasal verb, intransitive (grow rounder, fatter) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

(informal (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Money or time? I'd plump for time.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plump

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.