Τι σημαίνει το plunge στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plunge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plunge στο Αγγλικά.
Η λέξη plunge στο Αγγλικά σημαίνει βουτιά, βουτιά, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, βουτάω, βουτώ, κάνω βουτιά, ορμάω, ορμώ, χιμάω, χιμώ, καταδύομαι, βουτώ, πέφτω με τα μούτρα, είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ, κατρακυλώ από κτ, μικρή πισίνα, λίμνη στη βάση καταρράκτη, σουτιέν με βαθύ ντεκολτέ, το τολμάω, κάνω το επόμενο βήμα, σουτιέν για ανοιχτό ντεκολτέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plunge
βουτιάnoun (figurative (fast fall, drop) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car's plunge from the cliff lasted only a few seconds. Η βουτιά του αυτοκινήτου από τον λόφο κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. |
βουτιάnoun (dive) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda's plunge into the lake cooled her down. Η βουτιά της Λίντας στη λίμνη τη δρόσισε. |
βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ(immerse in) Patricia plunged the sheets into the water. Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό. |
βουτάω, βουτώintransitive verb (dive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel dived off the end of the board and plunged. Η Ρέιτσελ πήδηξε από την άκρη του βατήρα και βούτηξε. |
κάνω βουτιάintransitive verb (figurative (fall, drop fast) (μεταφορικά: στο κενό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The car went over the cliff and plunged. Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την άκρη του γκρεμού και έκανε βουτιά. |
ορμάω, ορμώ, χιμάω, χιμώintransitive verb (rush) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tara plunged through the crowd, determined to reach her destination. |
καταδύομαι, βουτώ(dive, jump into) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα(figurative (begin enthusiastically) (καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ(figurative (place [sb/sth] in a situation) (μτφ: εγώ ο ίδιος) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) During the power cut, all the houses in our street were plunged into darkness. The recession plunged Abigail into debt. |
κατρακυλώ από κτ(suddenly go downward) The car was going too fast to make the corner and it plunged off the cliff. |
μικρή πισίναnoun (small swimming pool) |
λίμνη στη βάση καταρράκτηnoun (basin below waterfall) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σουτιέν με βαθύ ντεκολτέnoun (breast support that shows cleavage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το τολμάωverbal expression (figurative (do [sth] daring) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I've finally decided to take the plunge; I'm getting a tattoo! Επιτέλους αποφάσισα να το τολμήσω. Θα κάνω τατουάζ! |
κάνω το επόμενο βήμαverbal expression (figurative (commit to [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After dating for a year, they decided to take the plunge and get married. |
σουτιέν για ανοιχτό ντεκολτέnoun (breast support: dips at front) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plunge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του plunge
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.